Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Διοικητής Νοσοκομείου Αργοστολίου. O εισπράκτορας του μνημονίου.........


Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος 

Oλοι οι ασθενείς θα θεραπεύονται και όποιος δεν έχει να πληρώσει θα τον δίνουμε στεγνά στη εφορία!!!!!!!

Yπηρέτης της συγκυβέρνησης ( τεράστιος ο μισθός του) και μελλοντικός πολιτευτής....

H κοινωνική ευαισθησία εξαντλείται
........ στις φωτογραφίες και στα σχόλια μέσω facebook!

Μποζάς Γεράσιμος

ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΑΠΑΝΤΕΣ ΠΑΡΟΝΤΕΣ...............................
  





ΣΤΟ ΠΟΝΕΜΕΝΟ ΛΗΞΟΥΡΙ...............................................

Εχέστηκαν αι φοράδαι!!

http://politikokoraki.blogspot.gr/

Τιτανοτεράστια η επιτυχία της κυβερνητικής Συμμορίας.

Κατάφερε "πρωτογενές πλεόνασμα" για πρώτη φορά
από του έτους 1943 !!
Κατοχή τότε, Κατοχή και σήμερον...

Το εν λόγω "πλεόνασμα" διαμοιράζεται
σε γιαουρτοφάγους, προ Θανάτου, ηλικιωμένους και
εθνικόφονας μπάτσους.
Πως, αλήθεια, να σε πλακώνει στις γκλομπιές
και τα χημικά ένας μισονηστικός μπάτσος;
Πως να "χορέψει" η Αρκούδα του Συστήματος,
χωρίς κρέας (ανθρώπινο) και βιταμίνες...
.........................................

Κάθετος ο μίστερ ΦασιστοΦύρερ.
"Εγώ, σε μπουρδέλο δεν πάω", εδήλωσε,
αποκλείοντας -προσωρινά πάντα- συγκατοίκηση
με τη νουδούλα.
Συντάσσομαι με την εν λόγω τσατσά.
Μπουρδέλο γωνία είχε, με πόρνες χύμα,
που τον εγκατέλειψαν χάρη αναβαθμισμένου "οίκου". 
................................................

Εσπασα τα μούτρα μου πάλι.
Αφορμή και αίτιον ο, πάντα υπεύθυνος, Φώτης.
Συνέστησε νέο ευρωεκλογικό μηχανισμό, προσδίδοντας
σ΄αυτόν "προοδευτική" κατεύθυνση, υιοθετώντας
πράσινα, άμοιρα ορφανά.
"Διευρύνθηκε" η δημαραλητεία, θαρρώντας πως
η μαλακία των δύστυχων ψηφοφόρων του τού 2012,
είναι φαινόμενο επαναλαμβανόμενο και παραγωγικό.
......................................................

Ακόμη λίγο και το εναπομείναν πασοκ,
θα διασπαστεί σε "μνημονιακούς" και "αντί".
Αυτοκτονείς ή όχι; 
................................

Τα συχαρίκια μου στον "πρωταγωνιστή" Ακη.

Η δική μου φοράδα χέζει και τα "ποτάμια"
και τις "ελιές"...



Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ συμμορία δολοφόνων ............



                           



Δύο απόπειρες αυτοκτονίας σε διάστημα λίγων ωρών


Δύο νέοι άνθρωποι, ηλικίας 46 και 54 ετών, με λίγες ώρες διαφορά, επιχείρησαν να θέσουν τέλος στη ζωή τους στο Ηράκλειο. Η 54χρονη γυναίκα, που διατηρεί κυλικείο σε δημόσιο κτίριο του Ηρακλείου, λίγο πριν τις 7 το πρωί έπεσε από τα τείχη στο κέντρο της πόλης, ενώ ο 46χρονος από το Βαχό της Βιάννου μεταφέρθηκε τα ξημερώματα στο νοσοκομείο έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα χαπιών.

«Οι αυτοκτονίες είναι πια καθημερινό φαινόμενο και αυτό θα έπρεπε ήδη να έχει κινητοποιήσει την Πολιτεία», τόνισαν εξοργισμένοι οι πολίτες, που σχολίασαν πως οι συνθήκες είναι πλέον τέτοιες που προκαλούν απόγνωση στον κόσμο.

Απόπειρα από τα τείχη για 54χρονη

Βουτιά στο κενό έκανε λίγο πριν τις 7 το πρωί μια 54χρονη γυναίκα, που πήδηξε από τα τείχη του Ηρακλείου, πίσω από το άγαλμα του Βενιζέλου, στο κέντρο της πόλης. Έχοντας για ώρα καθίσει με τα πόδια να κρέμονται στο κενό, η γυναίκα που διατηρεί καφενείο μέσα σε υπηρεσία του Ηρακλείου αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της… έχοντας, σύμφωνα με πληροφορίες, να αντιμετωπίσει μια σειρά από θέματα που την απασχολούσαν, με κυρίαρχο αυτό της οικονομικής κρίσης όπως αποτυπώθηκε και από το σημείωμα που άφησε πίσω της.


Το σημείωμα της 54χρονης που μεταφέρθηκε με φρικτούς πόνους στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου, που απευθυνόταν πιθανότατα στο σύζυγό της, ανέφερε σύμφωνα με πληροφορίες: «Με τα 600 ευρώ που έχω πάνω μου να πληρώσεις το ΤΕΒΕ. Το ενοίκιο το πλήρωσα χθες. Κόρη μου, συγνώμη, δεν άντεχα άλλο την ταλαιπωρία για ένα πιάτο φαΐ με αίμα. Να σπουδάσεις την κόρη μας και να μην την αφήσεις ποτέ μόνη. Το σπίτι στο χωριό να μείνει στην κόρη μας».


Η 54χρονη γυναίκα, που επί χρόνια διατηρούσε καφενείο μέσα σε δημόσιο κτίριο του Ηρακλείου, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και αντιμετωπίζει εκτεταμένες κακώσεις στη λεκάνη και όχι μόνο, η ζωή της, όμως, ευτυχώς δεν απειλείται άμεσα.

Προσπάθησε να αυτοκτονήσει με χάπια

Λίγο πριν βουτήξει στο κενό η 54χρονη, ένας 46χρονος άνδρας από το Βαχό της Βιάννου μεταφερόταν αναίσθητος στο νοσοκομείο, έχοντας καταναλώσει μεγάλη ποσότητα χαπιών.

Τον άνδρα εντόπισαν τα ξημερώματα συγγενείς του, ενώ μετά τη μεταφορά του στο Κέντρο Υγείας της Βιάννου κρίθηκε απαραίτητη η μετακίνησή του σε νοσοκομείο.

Της Ράνιας Μωραΐτη

Ανάρτηση από: http://www.neakriti.gr

Η αλλοτριωμένη μου συνείδηση του δούλου

DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA-1 DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA.2 Οι εργαζόμενοι στον επιχειρηματικό όμιλο του Μπόμπολα ομόφωνα αποφάσισαν να στείλουν αυτή την επιστολή στο αφεντικό τους που τους καθυστερεί τα δεδουλευμένα. Τυπικότητα, ευγένεια, επίκληση στο συναίσθημα, κατανόηση των δυσχερειών του αφεντικού, ικεσία αναγνώρισης των κόπων τους και των σωμάτων τους.
DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA
DIMOSIOGRAFOI PROS BOBOLA.3
Κοιτάξτε τι καλά που εξακολουθούμε να κάνουμε τη δουλειά που μας βάζετε να κάνουμε! Δείτε πώς κατανοούμε τα βάσανα της επιχειρηματικότητας! Σκύψτε λίγο το βλέμμα σας και σε μας! Δεν είμαστε άνθρωποι κι εμείς; Συγκινηθείτε με το δράμα μας! Σάμπως δεν μοιράσαμε ακριβοδίκαια τον κοινωνικό αυτοματισμό; Δεν δηλητηριάσαμε με μίσος, μισαλλοδοξία, παθητικότητα και φόβο το κοινωνικό σώμα; Δεν το δείραμε αρκετά μέσα από τις γραμμές και τα πίξελς ολημερίς κι ολονυχτίς; Δεν εκθειάσαμε όσο έπρεπε την κυβέρνηση; Δεν αποκρύψαμε επιμελώς κάθε τι που θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να μην μιλάνε όπως εμείς τώρα; Νομίζετε πως δεν προσπαθήσαμε αρκετά να τους κάνουμε να μας μοιάσουν; Μα τι λέτε; Δείτε γύρω σας: ακρωτηριασμένες σκέψεις, άψυχες αντιδράσεις, παράδοση αμαχητί, φόβος, πείνα, η σ υ χ ί α. Τα πάντα κάναμε! Ακόμα και δανεικά ζητάμε για να έρθουμε στην ώρα μας στη δούλεψή σας, αξιότιμο αφεντικό! Πότε θα κόψεις λίγο από τη φραντζόλα σου (προς θεού, δική σου είναι, δεν τη ζυμώσαμε εμείς) να μας δώσεις το ψαλιδισμένο ξεροκόμματο που μας υποσχέθηκες;
slavery.jpg2
Είμαι η συνείδηση του δούλου. Αυτή η ετερόφωτη συνείδηση που παίρνει φως από την αναγνώριση του αφέντη. Υπάρχει επειδή και μόνο όταν αυτός τον κοιτάει. Θέλει ό,τι κι αυτός θέλει. Σκέφτεται όπως ο αφέντης τού επιβάλλει και υποβάλλει.
Είμαι η διχασμένη, αλλοτριωμένη συνείδηση του καταπιεσμένου. Που έχοντας ως ίνδαλμα τον καταπιεστή μου όταν μου δίνεται η ευκαιρία, ή νομίζω πως μου δόθηκε, να πάρω τη θέση του, την αρπάζω με βία και βιάζω, εξουσιάζω, καταπιέζω, τυραννώ. Όχι τους πρώην συντρόφους μου δούλους – ποτέ δεν είχα συντρόφους, πώς θα μπορούσα άλλωστε, μια τέτοια ανελεύθερη ετερόφωτη συνείδηση; – αλλά τους μόνους εχθρούς: τους καταπιεσμένους.
Αφεντικό, υπολόγισέ με στην κατηγορία των δούλων. Μην ξεχνάς ότι αυτοί οι δούλοι γίνονται οι πιο υπέροχοι καταπιεστές, οι πιο σπουδαίοι και ύπουλοι βασανιστές. Όταν δεν βασανίζουν άμεσα τα θύματά τους, τους επιβάλλουν τη δουλικότητά τους. Δεν ανέχονται ούτε καν την υποψία αυτοκαθορισμού, ελεύθερης σκέψης, θέλησης και δράσης, χειραφέτησης, διαφορετικότητας. Φθονούν, υπονομεύουν, χλευάζουν, καταδίδουν, καταγγέλλουν την αμφισβήτηση, τη χαρά, το φως, τον αγώνα για ελευθερία και ζωή. Τι άλλο θες;
Στας διαταγάς σας, αφέντη

Πράξη πρώτη: Αλλαγή


«Πολιτικάντηδες διαφέντευαν τη μοίρα μου
για τα σκουπίδια τους χωματερές ζητούσαν
ήμουν παρείσακτος γι’ αυτούς και για την κλίκα τους
σαν παραμύθι που το τέλος του μισούσαν» .

     


Στο «πουθενά» τραγουδούσε ο Μάνος Ξυδούς και σκέφτομαι το πόσο αντιπροσωπεύει σήμερα όλους εμάς αυτό το τραγούδι. Το άκουσα τυχαία προχθές το βράδυ. Πλέον τα βράδια μου, όπως όλων μας, κρατάνε περισσότερο. Νιώθω ότι τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, κρατούν αιώνες. Και θα μου πείτε πώς να μην είναι, κάποτε ονειρευόμουν ότι θα γίνω μεγάλος ποδοσφαιριστής, αστροναύτης και όπου μπορούσε να φτάσει το μυαλό μου. Έβλεπα νέα μέρη που έλεγα ότι μια μέρα θα τα εξερευνήσω. Σήμερα το μυαλό μου στοιχειώνουν ευθύνες, οικονομικά αδιέξοδα. Το κάθε βράδυ μου μια Μεγάλη Παρασκευή, που αποκαθηλώνω τα όνειρα εκείνα που έκανα ως παιδί, ως έφηβος.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στο παιδικό σου δωμάτιο, στο πατρικό σου σπίτι, φαντάζουν ως βάλσαμο που σε γλιτώνουν από τις τύψεις που νιώθεις απέναντι στον εαυτό σου. Τις Ερινύες που έχεις γιατί δεν έδωσες τις σωστές μάχες, γιατί δεν πάλεψες για τα όνειρα σου, για το μέλλον σου.

Ξημέρωσε! Η μαυροντυμένη γυναίκα που τη λένε κατάθλιψη και όλο το βράδυ σε κοίταζε που δεν μπορούσες να κοιμηθείς, σου κλείνει το μάτι. Σαν να λέει, «δεν πειράζει, θα έρθω κι αύριο».

Ξεκινάς άλλη μια παθητική μέρα σου από την αρχή. Στο δρόμο για την δουλειά συναντάς ανθρώπινα ζόμπι που περπατάνε αμήχανα. Δεν σκέφτονται, δεν νιώθουν, δεν γελάνε, για την ακρίβεια δεν βλέπεις καμία έκφραση στο πρόσωπο τους. Ζόμπι που το μόνο που έχουν καταφέρει να αποκωδικοποιήσουν είναι το «αίμα» που τους ζητούν. Το αίμα που τους ζητούν δεν αποτελείται από μικρά αιμοσφαίρια. Αποτελείται από τα συνθλιμμένα όνειρα τους, την αντικατάσταση των ηθικών τους αξιών από το χρήμα και του έρωτα από μια απλή βιολογική ανάγκη. Τους φοβάμαι… Με φοβάμαι!

Στην ίδια δουλειά που δεν σε εκφράζει, δεν είναι για σένα αλλά πρέπει να πας, πρέπει να το κάνεις για να καλύψεις τις καθημερινές ανάγκες που η τηλεόραση έχει σκεφτεί για σένα. Εκεί που οι εκπτώσεις της ηθικής σου συναντούν τις εκπτώσεις που πρέπει να κάνεις στο μυαλό σου, στον τρόπο σκέψης σου. Στο πως θα ταιριάξεις με τη μάζα. Πώς θα μπεις σαν πρόβατο στη σειρά ώστε να σε αρμέξουν και να πάρουν από μέσα σου ό,τι πιο καινοτόμο, ό,τι πιο ουσιαστικό. Το συστατικό της ζωής. Και σαν αποχαυνωμένος θα γυρίσεις πίσω στο μαντρί σου. Στον αιώνιο ύπνο σου…
Σήμερα, δεν πήγα για δουλειά. Σήμερα, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ένας γλυκός ύπνος με πήρε. Με ταξίδεψε στα μέρη που φανταζόμουν μικρός. Έτρεχα σε δρόμους άγνωστους, δεν με ένοιαζε γιατί ένιωθα μια ασφάλεια. Για πρώτη φορά ένιωθα μια ατέλειωτη γαλήνη μέσα μου. Ο πόλεμος μέσα μου είχε σταματήσει, οι δύο πλευρές είχαν κάνει ανακωχή. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, με όλη μου την ορμή μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Με το ζόρι έπαιρνα την κάθε αναπνοή, όμως η κάθε αναπνοή μού υπενθύμιζε ότι είμαι ζωντανός.

Σταμάτησα σε ένα παγκάκι στη παραλία να ξεκουραστώ. Ένα νέο ζευγάρι ζούσε ο ένας από την αναπνοή του άλλου. Με πήραν είδηση, μου χαμογελάσανε. Στις κινήσεις τους είδα το πάθος, τον έρωτα. Είδα το πώς το «εγώ» μετατρέπεται σε «εμείς». Ξαφνικά ένα παιδί περνάει τρέχοντας μπροστά μου, χαμογελάει. Χαμογελάει λες και μεταφέρει το πιο ωραίο μήνυμα στο κόσμο. Σταματάει μπροστά μου και με κοιτάει με τα μεγάλα του μπλε μάτια και μου ψιθυρίζει « η ζωή φίλε μου προχωρά μόνο με τους γενναίους»…

Το παιδί έφυγε τρέχοντας όπως ακριβώς ήρθε. Εγώ ξύπνησα! Ένιωθα χαρούμενος, διαφορετικός, σαν να είχα κοινωνήσει το μεγαλείο της ζωής. Η μαυροντυμένη γυναίκα ήταν ακόμα εκεί. Για πρώτη φορά δεν με τρόμαξε, της χαμογέλασα, της είπα «καλημέρα». Της λέω «τζάμπα περιμένεις», εγώ λυτρώθηκα. Πάω έξω, να βρω όλους εκείνους τους τρελούς που συνάντησα στο όνειρό μου. Όλους εκείνους που τρελαίνονται να ζήσουν αυτό που ποθούν περισσότερο. Αυτούς που δεν χασμουριούνται, αυτούς που δεν βαριούνται, αυτούς που αναποδογυρίζουν το τραπέζι και για ένα όνειρο, για μια χίμαιρα μπορούν να γυρίσουν όλο τον κόσμο.
Η μάχη ξεκίνησε, σύντροφε, Εγώ πήρα θέση, έτοιμος να πέσω μέσα στη φωτιά. Εσύ; Ξέρω πολύ καλά ότι ο κόσμος που είδα στο όνειρό μου υπάρχει. Για να τον φαντάστηκα, υπάρχει. Βοήθησέ με να τον φτιάξουμε…

Γιώργος Στιβαχτής

Μην κλαίτε ρε


Της Ετζέ Τεμέλκουραν


           


Πρώτη φορά καταλαβαίνω αυτούς τους σκληροτράχηλους ανθρώπους, τις γυναίκες, τους άνδρες αυτούς. Τις απεργίες πείνας, στις «παράνομες» γειτονιές, στα σπίτια-γιάφκες, την όψη του αιματοβαμμένου πουκάμισου, της φλέβας των ημερών που ξεπροβάλει. Καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους. Καταλαβαίνω για πρώτη φορά αυτούς που λένε «μην κλαίτε, να μη μας δουν οι άλλοι». Καταλαβαίνω πια γιατί ο άνθρωπος εχθρεύεται τα δάκρυά του. Καταλαβαίνω γιατί θέλεις να εξαφανίσεις την πιο ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά σου. Βάλανε τον Μπερκίν σε ένα μικρό φέρετρο και τον στέλνουν μακριά…


Θέλω να φωνάξω σε όλη τη χώρα «Μην κλαίτε ρε! Κόψτε το! Θα λογοδοτήσουν!» Στεγνώνουν την καρδιά, τα μάτια , τα λόγια μας από τις βρισιές αυτοί οι ξετσίπωτοι. Εμείς γιατί να κλάψουμε; Φωνάξτε ρε! Φωνάξτε! Υπάρχετε και εσείς! Φωνάξτε να το ακούσουν! Υπάρχουμε κι εμείς!


Θέλω να το κατανοήσουν, να ενδώσουν, πως το λένε. Μια φορά στη ζωή τους, μια φορά! Μου’ρχεται να φωνάξω « Εε εσύ σατράπη της εξουσίας τι έχεις εκεί κάτω στα αχαμνά σου; Τσιμέντο ενός δρόμου διπλής κατεύθυνσης»; Και στο τέλος αυτών των ερωτήσεων βρισιές που δεν έχω εκστομίσει ποτέ στη ζωή μου. Άραγε με τέτοιο πόνο και φόρτιση από την πίεση θα εκραγούμε;


Θέλω να γράψω ένα κείμενο τέτοιο έτσι ώστε να μη χαθεί το αίμα των παιδιών. Του Μπερκίν, της Τζεϊλάν, του Ογούρ, του Αλί, του αδερφού και της αδερφής τους. Για όλα τα όμορφα αυτά παιδιά που μετανάστευσαν από αυτόν τον κόσμο. Καταλάβατε; Δεν υπάρχει όμως τέτοιο κείμενο. Ούτε κουβέντα. Δεν μπορεί κανείς να το γράψει. Ανολοκλήρωτες λέξεις και προτάσεις που όταν συναντιόμαστε όλοι μαζί χάνονται. Μια στεγνή βρισιά σε ανοιχτό χώρο.


Θέλω να φιλήσω έναν, έναν όλους αυτούς που βγήκαν χθες στο δρόμο. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που δεν θέλουν την εξουσία για τον εαυτό τους, δεν πτοούνται , δεν χάνουν την ανθρωπιά τους στη χώρα του φόβου και των βασανιστηρίων. «Ας φάμε ξύλο και τι έγινε». Αυτούς που δεν άντεξαν να μείνουν στο σπίτι και ξεχύθηκαν στους δρόμους όπως αυτός ο άντρας που πήρε το ψωμί και βγήκε να διαδηλώσει μόνος του στο πάρκο, όπως εκείνη η γυναίκα. Μου’ρχεται να τους αγκαλιάσω. Θέλω να τους πω «Μη με αφήνεις». «Ούτε εγώ θα σ’αφήσω». Γιατί αν αφήσουμε ο ένας τον άλλο είμαστε καταδικασμένοι σε θάνατο, κατάλαβες; Ξέρεις ότι πεθαίνουμε έτσι δεν είναι; Πιάσε μου το χέρι, αλλά μη κλαίς. Θα βγούμε μπροστά. Θα πατήσουμε την ηλιθιότητά τους. Εντάξει; Μην κλαις όμως.


Δεν μου ταιριάζει αυτό που θα πω, αλλά με απασχολεί στο ελάχιστο. Τη στιγμή που κλαίμε για τον Μπερκίν, τη στιγμή που προσπαθούμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυα, ακούγοντας όλους αυτούς ξεδιάντροπους να διαμελίζουν το πένθος μας, μου’ρχεται να τους αστράψω ένα ανάποδο χαστούκι. Σε αυτούς που είμαι σίγουρη ότι δεν θα ενδώσουν να τους πω «Σκάσε, σώπα πια!


Και μετά να γυρίσω με τα χέρια μου αδύναμα και εξουθενωμένα σε ανθρώπους σαν και μένα και να τους ρωτήσω.


Δεν τελειώσαμε έτσι δεν είναι; Είμαστε όλοι Μπερκίν, σωστά; Δεν τελειώνουμε με τον θάνατο, έτσι δεν είναι; Μην κλαις ρε! Ύψωσε τη φωνή σου!



μετάφραση-επιμέλεια
sokaki



Πηγή: Birgün