Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Απαράδεκτο άρθρο που στάζει χολή



https://www.facebook.com/irenesinodinou
Οι βρώμικες καθαρίστριες

Ανεχτήκαμε να σκούζουν τόσους μήνες, λες και δεν απολύθηκε κανένας άλλος, λες και δεν έμεινε χωρίς δουλειά κανένας άλλος, λες και μόνο αυτές αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Δε σεβάστηκαν ούτε καν το γεγονός πως ο μισθός που τόσα χρόνια έπαιρναν, στους περισσότερους Έλληνες μοιάζει άπιαστος στόχος. Ακόμα και σ' αυτούς που έφαγαν τη μισή τους ζωή στα θρανία προσπαθώντας να μορφωθούν και να εξειδικευτούν.

Ζήσαμε να δούμε μια τραγουδίστρια (από τις λεγόμενες "μεγάλες") της χώρας να δίνει συναυλία γι' αυτές, κάνοντας σημαία της το κόκκινο πλαστικό γάντι-σήμα κατατεθέν της απολυμένης καθαρίστριας. Του ΥΠΟΙΚ, φυσικά, γιατί οι άλλες καθαρίστριες της Ελλάδας δεν έχουν ούτε σύμβολα ούτε σπόνσορες, ούτε κράχτες. Αγόγγυστα και αθόρυβα κάνουν τόσα χρόνια τη δουλειά τους, χωρίς ποτέ κανέναν να τον απασχολήσει τι αντιμετωπίζουν και πόσες σκάλες μετράνε κάθε μέρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο που την επόμενη μέρα μπορεί να μην το έχουν καν.
  
    

Αντέξαμε να βλέπουμε εικόνες ντροπής (για τους νοήμονες και πολιτισμένους ανθρώπους) έξω από το ΥΠΟΙΚ κατά την παράδοση-παραλαβή του Υπουργείου, όταν η Βαλαβάνη -με επαναστατικές κορώνες- φώναξε να την αποκαλούν Νάντια και δεσμεύτηκε για άμεση επαναπρόσληψή τους.

Φάγαμε στα μούτρα τη Ζωή (τρομάρα της για ΠτΒ) να τις δεξιώνεται στα γραφεία της Βουλής, τη μέρα της γυναίκας, για να δώσει στον αγώνα τους μια άλλη διάσταση. Πιο επετειακή, πιο συμβολική. Χωρίς να την απασχολεί πως αυτό που η ίδια έκανε δεν έχει προηγούμενο στα τόσα χρόνια που υπάρχει Πρόεδρος Βουλής και πως η θέση της πλέον δε δικαιολογεί να σκαρφαλώνει σε κάγκελα για να συμπαρίσταται σε (δίκαια ή άδικα) επαναστατημένα πλήθη.

Το να βλέπουμε, όμως, στο βήμα της Βουλής την αρχηγό της αγέλης των απολυμένων καθαριστριών, να σηκώνει το χέρι σαν τον Τσε Γκεβάρα, φορώντας το κόκκινο πλαστικό της γάντι, για να δώσει στον αγώνα τους όσο πιο δραματική έκφραση μπορεί, ε αυτό, συγγνώμη αλλά αποτελεί την ύψιστη αηδία. Μεγαλύτερη κι από αυτή που νιώσαμε βλέποντας την Κανέλλη να κουβαλάει φρατζόλες και γάλατα στο βήμα, λαϊκίζοντας όσο δεν πάει κι αποτελώντας την πιο γραφική (μέχρι τότε) φιγούρα που βλέπαμε στα έδρανα. Γιατί, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι, το κτίριο της Βουλής δεν είναι το μπουρδέλο που τόσα χρόνια τα αριστερά μπουμπούκια αποκαλούσαν. Είναι ο ναός της Δημοκρατίας κι ό,τι γίνεται εκεί μέσα έχει ισχυρότατο συμβολισμό. Όχι μόνο στα χαρτιά αλλά και στην ουσία. Όπως δεν αρμόζουν οι κλωτσοπατινάδες και οι γελοιότητες, άλλο τόσο δεν αρμόζουν κι όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια.

Ειλικρινά νιώθω απεριόριστη συμπάθεια για τους χιλιάδες απολυμένους του ιδιωτικού τομέα που δε μπόρεσαν να βρουν τόσα χρόνια σύμβολα στον αγώνα τους. Που δε βγήκε παραέξω η φωνή τους. Που έψαξαν, παρακάλεσαν, έχασαν κάθε αξιοπρέπεια προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο κάπου-οπουδήποτε και έμειναν με μια ανεδαφική υπόσχεση (και πολλές φορές ούτε καν αυτή). Νιώθω θυμό για όσους από εμάς καταδέχτηκαν να συμπονέσουν τις απολυμένες καθαρίστριες του ΥΠΟΙΚ, αδιαφορώντας για τόσους και τόσους άλλους, με πολύ λιγότερες απολαβές, που βρέθηκαν στη θέση τους. Και κυρίως νιώθω αηδία για την εικόνα που επιλέξαμε, ως χώρα, να προβάλουμε. Κρίμα.

Η αποδοχή του εαυτού μας κατά τον Φερνάντο Πεσσόα.

Δημήτρης Δημαρέλος

Η αποδοχή του εαυτού μας, τόσο από εμάς τους ίδιους, όσο κι από τους άλλους – να ένα ζήτημα που σαν επίμονο ζιζάνιο ενοχλεί διαρκώς τη καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο αγώνας του αληθινού, του έμφυτου «εγώ», ενάντια στη τυραννία των κοινωνικών στερεοτύπων, και φυσικά η αιώνια μάχη κόντρα στα προσωπικά «θέλω» και τα «θέλω» των ανθρώπων γύρω μας, η σύγκρουση της ατομικής ιδιότητας της μονάδας με την άβυσσο της πολυμορφίας. 


Η αποδοχή, η ουσιαστική και ειλικρινής αποδοχή τόσο των άλλων, όσο και του εαυτού μας (πιθανώς να πρόκειται για το ίδιο και το αυτό) είναι από τις μεγαλύτερες ανηφόρες που καλείται να περπατήσει ο ελεύθερος άνθρωπος. Αυτή την ανηφόρα έχουν προσπαθήσει να διανύσουν και να εξιστορήσουν διάφοροι στοχαστές κατά την ιστορία (με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους Νίτσε και Καμύ), και μία από τις πιο ιδιαίτερες και αφοπλιστικά απλές προσεγγίσεις είναι αυτή του Φερνάντο Πεσσόα – ενός πνευματικού ανθρώπου που κατάφερε να αγαλλιάσει το πιο απρόσιτο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης: την άπιαστη και χαοτική ποικιλομορφία της. 
«Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώΑλλά λάθος δικό μου δεν είναι
Που δεν αντιστοιχώ
Σ’ αυτόν που σε ‘μένα αγαπάτε.
Ο καθένας μας είναι πολλοίΕγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι.
Άλλοι με βλέπουν αλλιώς
Και πάλι λάθος κάνουν.
Μη με παίρνετε γι’ άλλονΚι αφήστε με ήσυχο.
Αν εγώ δεν θέλω.
Να βρω τον εαυτό μου
Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»
Τα λόγια φυσικά περισσεύουν μπροστά στην απλότητα ενός τόσο ξεχωριστά αληθινού κειμένου, αλλά σίγουρα μπορούμε να επενδύσουμε λίγο πάνω του.
Ο τυφλός εγωισμός είναι ο θεμελιώδης πυλώνας της προσωπικότητας του συνηθισμένου σύγχρονου ανθρώπου. Τόσο η καπιταλιστική αντίληψη των πραγμάτων, που θέτει το άτομο ως μία απόκοσμα απομονωμένη ύπαρξη εντός ενός -φαινομενικά- «φιλελεύθερου» κοινωνικού συνόλου, όσο και τα αρρωστημένα ηθικά διδάγματα των σημερινών μέσω «ψυχαγωγίας» (Holywood, βιβλία αυτοβοήθειας, κτλ.), όλα μαζί οδηγούν τον άνθρωπο στη σύλληψη μιας αφύσικα μοναχικής και ατομιστικής θεωρίας των πραγμάτων. 
Και εξηγούμαι. Η βασική αρχή του σύγχρονου επαγγελματικού γίγνεσθαι είναι οι εξής: «Δούλευε μόνος σου και ανελίξου στην ιεραρχία της οικονομικής πυραμίδας». Η εκπαίδευση και ολόκληρη η λογική της επαγγελματικής ζωής στηρίζεται και καλλιεργεί τον ανταγωνισμό. Ο «ιδιώτης» αντιλαμβάνεται τους υπόλοιπους ανθρώπους του χώρου του μονάχα ως «εμπόδια» προς υπέρβαση, και αυτή την υπέρβαση τη πράττει είτε μέσω σκληρής προσωπικής δουλειάς είτε μέσω στοχευμένης επίθεσης για την οικονομική «εξόντωσή» των αντιπάλων του. Συνεπώς, είτε δουλεύουμε περισσότερο για να «φάμε» τη δουλειά του άλλου, είτε σαμποτάρουμε τον ίδιο για να πέσει ένα σκαλοπάτι κάτω από εμάς, με στόχο φυσικά τη πρόσβασή μας σε μεγαλύτερα αποθέματα οικονομικών πόρων και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε μία μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών (άχρηστων τις περισσότερες φορές, όπως ακριβά αυτοκίνητα, εξεζητημένη ένδυση, κτλ). Ένα από τα θετικά της κρίσης είναι πως το εν λόγω οικοδόμημα σταδιακά διαβρώνεται εκ των έσω, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης.
Από τη μεριά της ψυχαγωγίας τώρα. Όλη την ώρα παρατηρούμε τους τιτάνες της παραγωγής ψυχαγωγικών έργων να ανακυκλώνουν τα ίδια και τα ίδια στερεότυπα. Πάντα ο ίδιος συσχετισμός πρωταγωνιστή, συμπρωταγωνιστών και η ιστορίας. Πάντα ο ήρωας που έχει κάποιο πρόβλημα/στόχο, που το λύνει (με τη βοήθεια φυσικά και την καθοδήγηση κάποιων άλλων) και προχωράει στη ζωή του. Τα πιο ανησυχητικά στοιχεία ανάλογων σεναριακών δομών είναι δύο: Πρώτον, η ανάδειξη του πρωταγωνιστή ως το απόλυτο κέντρου του κόσμου, γύρω από τον οποίο εξελίσσονται και περιστρέφονται κυριολεκτικά τα πάντα, και δεύτερον ο περιορισμός του ρόλου των υπόλοιπων χαρακτήρων στο επίπεδο των βοηθητικών μέσων/εργαλείων για την επίτευξη ολότελα προσωπικών στόχων. Δηλαδή, πρώτον, ο άνθρωπος μέσω του έργου μυείται στην ιδέα ότι είναι ο αδιαμφισβήτητος πυρήνας ολόκληρης της ύπαρξης, πως όλη η ζωή, όλη η κοινωνία, κι όλοι οι άνθρωποι περιστρέφονται γύρω από αυτόν, και, δεύτερον, συνηθίζει να αντιλαμβάνεται και να αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του μονάχα ως βοηθητικά εργαλεία και υπηρέτες του σκοπού του, κι όχι ως συμμάχους ή ισότιμες προσωπικότητες – τους αξιολογεί με βάση τη χρηστικότητα τους ως προς τα «θέλω» του, κι όχι με βάση την ιδιαιτερότητα της ξεχωριστής μοναδικότητάς τους ως διαφορετικές υπάρξεις. 
Σε αυτή τη πραγματικότητα έρχεται ο Φερνάντο Πεσσόα να ταράξει τα νερά και να προβληματίσει. 

«Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώ, αλλά λάθος δικό μου δεν είναι που δεν αντιστοιχώ σ’ αυτόν που σε ‘μένα αγαπάτε». 
Εφόσον ο σύγχρονος άνθρωπος συνήθισε να θεωρεί τον εαυτό του ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξης, έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως τα πάντα -και κυρίως οι υπόλοιποι άνθρωποι- οφείλουν να υποταχτούν στις προτιμήσεις του. Θέλει και απαιτεί όλοι οι υπόλοιποι να προσαρμόζονται στις ανάγκες του και να καλύπτουν εξολοκλήρου τα «θέλω» του – να συμπεριφέρονται, να μιλάνε, να πράττουν και -κυρίως- να «είναι» όπως αυτός θέλει. 
Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι εντελώς παράλογο, και οι συνέπειες είναι καταστροφικές για τη ψυχική του υγεία. Ζει μέσα σε έναν κόσμο ιδεατών ειδώλων και εξιδανικευμένων ανθρώπων, που φυσικά καταρρέει μέσα από την χειροπιαστή επαφή. Έχει ορίσει εκ των προτέρων πώς θα ήθελε να είναι οι άνθρωποι γύρω του, φαντασιώνεται καταστάσεις και ζει νοητά μέσα σε αυτές, και φυσικά επενδύει συναισθηματικά σε εκτιμήσεις άτοπες και άλογες. 
Το αναμενόμενο αποτέλεσμα βεβαίως είναι η απογοήτευση, η οποία απορρέει από την κατάρρευση των ειδώλων. Όταν ο άνθρωπος αντικρίζει την πραγματική όψη των συνανθρώπων του, καθώς τους βγάζει τα προσωπεία τα οποία ο ίδιος τους φόρεσε, βιώνει τη φρίκη του ανεκπλήρωτου και τον θάνατο της ελπίδας του.

«Ο καθένας μας είναι πολλοί εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι. Άλλοι με βλέπουν αλλιώς και πάλι λάθος κάνουν.»
Η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση χαρακτηρίζεται κυρίως από τη πολυμορφία και το χάος των διπολικοτήτων της. Πολλοί σπουδαίοι στοχαστές, όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Έρμαν Έσσε (κυρίως στον Λύκο της Στέπας), που διείσδυσαν όσο λίγοι στη ψυχή του ανθρώπου, φρόντισαν να την αναδείξουν στα μεγαλύτερα έργα τους. Η αντίληψη πως η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι μία οντότητα μονοδιάστατη και αμετάβλητη είναι πέρα για πέρα λανθασμένη.
Το ανθρώπινο «είναι» όχι απλώς περιέχει χαοτικές και αντιστρόφως ανάλογες συνιστώσες, αλλά μάλιστα ορίζεται και υπάρχει μέσω και λόγω αυτών. Είναι ένα συνεχές «γίγνεσθαι», μπορεί να συλληφθεί εξαιτίας της εξέλιξης και της αλλαγής του, γιατί όπως έλεγε ο Αϊνστάιν:
«Η ζωή είναι σαν το ποδήλατο – για να έχεις ισορροπία, πρέπει να συνεχίσεις να κινείσαι». 
Έτσι και η ανθρώπινη προσωπικότητα, η οποία βρίσκει το μέτρο μέσω της εναλλαγής και της αέναης αναγέννησης. Ακούγεται αντιφατικό, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό. Μάλιστα, συμβαίνει και το ακριβώς αντίστροφο – οι άνθρωποι που δεν αλλάζουν, που επιμένουν στις ίδιες κι απαράλλαχτες νοητικές διεργασίες και συστήματα λογισμού, καταντάνε να έχουν μία στάση απέναντι στη ζωή όχι απλώς δυσλειτουργική, αλλά και αυτοκαταστροφική. Άρρωστος ψυχικά είναι ο δογματικός άνθρωπος, ο υποστηριχτής και σημαιοφόρος των «ανυπέρβλητων» και απόλυτων αξιών και ιδεών. Ενώ, αντίστοιχα, υγιής είναι αυτός που μπορεί να αλλάζει, να αναπροσαρμόζεται, να ελίσσεται σαν το νερό (όπως αναφέρεται για παράδειγμα στον Ταοϊσμό), να καίγεται και να αναγεννιέται από τις φλόγες των παθών του, καθώς μόνο αυτός μπορεί να ακολουθήσει τη πορεία της ζωής, η οποία κάθε μέρα αλλάζει και φέρνει νέες μπόρες να αντέξουμε και φρέσκα ηλιοβασιλέματα να χαρούμε. Επειδή, όπως έλεγε ο Καμύ:
«Χαρισματικές είναι οι καρδιές που μπορούν να λυγίζουν, καθώς δεν θα σπάσουν ποτέ». 

«Μη με παίρνετε γι’ άλλον κι αφήστε με ήσυχο. Αν εγώ δεν θέλω να βρω τον εαυτό μου γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»
Ο τελευταίος στίχος του Πορτογάλου ποιητή μας δίνει μία μοναδική συμβουλή. Μας παροτρύνει να σταματήσουμε να προσπαθούμε να εξηγούμε και να αναλύουμε τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε διαρκώς έτοιμοι να πετάξουμε τις εκτιμήσεις μας γι’ αυτούς και να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας απέναντί τους, μιας κι αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για την ουσιαστική αποδοχή τους. 
Αυτή φυσικά δεν είναι μία παθητική, αλλά μία ολότελα ενεργητική διαδικασία, μιας και ο μόνος τρόπος για να ακολουθήσουμε και να αποδεχθούμε κάτι που αλλάζει, είναι κι εμείς οι ίδιοι να αλλάζουμε. Ο «σταθερός» και αμετακίνητος όχι απλώς δεν δύναται να αποδεχθεί τους άλλους, αλλά ζει μία ζωή έξω και μακριά από αυτούς, ενώ αυτός που συνεχώς «γίνεται» είναι σε θέση κάθε μέρα να τους ξαναγνωρίζει, να τους μαθαίνει εκ νέου, αλλά και κάθε νύχτα να τους αποχαιρετάει. 
«Οι γυναίκες δεν υπάρχουν για να τις κατανοούμε, αλλά για να τις ερωτευόμαστε».
Το απόφθεγμα του Ουάιλντ όμως όχι μόνο λειτουργεί, αλλά είναι και ίσως ακόμα πιο εύστοχο αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «γυναίκες» με τη λέξη «ανθρώπους». 
Ας ζητήσουμε λοιπόν όλοι συγνώμη από τους άλλους για αυτήν την έμφυτη τάση μας στο χάος, για τον έρωτα που μας διακατέχει για την άβυσσο. 
Και, τέλος, ας βρούμε τον εαυτό μας χάνοντάς τον.