Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Πράξη πρώτη: Αλλαγή


«Πολιτικάντηδες διαφέντευαν τη μοίρα μου
για τα σκουπίδια τους χωματερές ζητούσαν
ήμουν παρείσακτος γι’ αυτούς και για την κλίκα τους
σαν παραμύθι που το τέλος του μισούσαν» .

     


Στο «πουθενά» τραγουδούσε ο Μάνος Ξυδούς και σκέφτομαι το πόσο αντιπροσωπεύει σήμερα όλους εμάς αυτό το τραγούδι. Το άκουσα τυχαία προχθές το βράδυ. Πλέον τα βράδια μου, όπως όλων μας, κρατάνε περισσότερο. Νιώθω ότι τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, κρατούν αιώνες. Και θα μου πείτε πώς να μην είναι, κάποτε ονειρευόμουν ότι θα γίνω μεγάλος ποδοσφαιριστής, αστροναύτης και όπου μπορούσε να φτάσει το μυαλό μου. Έβλεπα νέα μέρη που έλεγα ότι μια μέρα θα τα εξερευνήσω. Σήμερα το μυαλό μου στοιχειώνουν ευθύνες, οικονομικά αδιέξοδα. Το κάθε βράδυ μου μια Μεγάλη Παρασκευή, που αποκαθηλώνω τα όνειρα εκείνα που έκανα ως παιδί, ως έφηβος.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου στο παιδικό σου δωμάτιο, στο πατρικό σου σπίτι, φαντάζουν ως βάλσαμο που σε γλιτώνουν από τις τύψεις που νιώθεις απέναντι στον εαυτό σου. Τις Ερινύες που έχεις γιατί δεν έδωσες τις σωστές μάχες, γιατί δεν πάλεψες για τα όνειρα σου, για το μέλλον σου.

Ξημέρωσε! Η μαυροντυμένη γυναίκα που τη λένε κατάθλιψη και όλο το βράδυ σε κοίταζε που δεν μπορούσες να κοιμηθείς, σου κλείνει το μάτι. Σαν να λέει, «δεν πειράζει, θα έρθω κι αύριο».

Ξεκινάς άλλη μια παθητική μέρα σου από την αρχή. Στο δρόμο για την δουλειά συναντάς ανθρώπινα ζόμπι που περπατάνε αμήχανα. Δεν σκέφτονται, δεν νιώθουν, δεν γελάνε, για την ακρίβεια δεν βλέπεις καμία έκφραση στο πρόσωπο τους. Ζόμπι που το μόνο που έχουν καταφέρει να αποκωδικοποιήσουν είναι το «αίμα» που τους ζητούν. Το αίμα που τους ζητούν δεν αποτελείται από μικρά αιμοσφαίρια. Αποτελείται από τα συνθλιμμένα όνειρα τους, την αντικατάσταση των ηθικών τους αξιών από το χρήμα και του έρωτα από μια απλή βιολογική ανάγκη. Τους φοβάμαι… Με φοβάμαι!

Στην ίδια δουλειά που δεν σε εκφράζει, δεν είναι για σένα αλλά πρέπει να πας, πρέπει να το κάνεις για να καλύψεις τις καθημερινές ανάγκες που η τηλεόραση έχει σκεφτεί για σένα. Εκεί που οι εκπτώσεις της ηθικής σου συναντούν τις εκπτώσεις που πρέπει να κάνεις στο μυαλό σου, στον τρόπο σκέψης σου. Στο πως θα ταιριάξεις με τη μάζα. Πώς θα μπεις σαν πρόβατο στη σειρά ώστε να σε αρμέξουν και να πάρουν από μέσα σου ό,τι πιο καινοτόμο, ό,τι πιο ουσιαστικό. Το συστατικό της ζωής. Και σαν αποχαυνωμένος θα γυρίσεις πίσω στο μαντρί σου. Στον αιώνιο ύπνο σου…
Σήμερα, δεν πήγα για δουλειά. Σήμερα, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ένας γλυκός ύπνος με πήρε. Με ταξίδεψε στα μέρη που φανταζόμουν μικρός. Έτρεχα σε δρόμους άγνωστους, δεν με ένοιαζε γιατί ένιωθα μια ασφάλεια. Για πρώτη φορά ένιωθα μια ατέλειωτη γαλήνη μέσα μου. Ο πόλεμος μέσα μου είχε σταματήσει, οι δύο πλευρές είχαν κάνει ανακωχή. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, με όλη μου την ορμή μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Με το ζόρι έπαιρνα την κάθε αναπνοή, όμως η κάθε αναπνοή μού υπενθύμιζε ότι είμαι ζωντανός.

Σταμάτησα σε ένα παγκάκι στη παραλία να ξεκουραστώ. Ένα νέο ζευγάρι ζούσε ο ένας από την αναπνοή του άλλου. Με πήραν είδηση, μου χαμογελάσανε. Στις κινήσεις τους είδα το πάθος, τον έρωτα. Είδα το πώς το «εγώ» μετατρέπεται σε «εμείς». Ξαφνικά ένα παιδί περνάει τρέχοντας μπροστά μου, χαμογελάει. Χαμογελάει λες και μεταφέρει το πιο ωραίο μήνυμα στο κόσμο. Σταματάει μπροστά μου και με κοιτάει με τα μεγάλα του μπλε μάτια και μου ψιθυρίζει « η ζωή φίλε μου προχωρά μόνο με τους γενναίους»…

Το παιδί έφυγε τρέχοντας όπως ακριβώς ήρθε. Εγώ ξύπνησα! Ένιωθα χαρούμενος, διαφορετικός, σαν να είχα κοινωνήσει το μεγαλείο της ζωής. Η μαυροντυμένη γυναίκα ήταν ακόμα εκεί. Για πρώτη φορά δεν με τρόμαξε, της χαμογέλασα, της είπα «καλημέρα». Της λέω «τζάμπα περιμένεις», εγώ λυτρώθηκα. Πάω έξω, να βρω όλους εκείνους τους τρελούς που συνάντησα στο όνειρό μου. Όλους εκείνους που τρελαίνονται να ζήσουν αυτό που ποθούν περισσότερο. Αυτούς που δεν χασμουριούνται, αυτούς που δεν βαριούνται, αυτούς που αναποδογυρίζουν το τραπέζι και για ένα όνειρο, για μια χίμαιρα μπορούν να γυρίσουν όλο τον κόσμο.
Η μάχη ξεκίνησε, σύντροφε, Εγώ πήρα θέση, έτοιμος να πέσω μέσα στη φωτιά. Εσύ; Ξέρω πολύ καλά ότι ο κόσμος που είδα στο όνειρό μου υπάρχει. Για να τον φαντάστηκα, υπάρχει. Βοήθησέ με να τον φτιάξουμε…

Γιώργος Στιβαχτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου