Συντάκτης: Μαριάννα Μητροπούλου
Πέμπτη σήμερα, ξύπνημα αρκετά βάναυσο. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι, ένας καφές και γρήγορα μπροστά από τον υπολογιστή. Κι εκεί που αγανακτώ και ξεφυσάω, ακούω την ατάκα της μητέρας: ‘’Εμ, δημοσιογραφία ήθελες’’. Και η γκρίνια μου σταματά εκεί. Βασανίζω λίγο ακόμη τον εαυτό μου ανοίγοντας την τηλεόραση – πρέπει να ενημερωθώ για τα τεκταινόμενα βλέπετε (ή καλύτερα να παραπληροφορηθώ).
Παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας σήμερα, λέει με κονιόρδικο ύφος ο Λυριτζής (μπορεί και ο Οικονόμου, μπορεί και ο Παπαδάκης, θα σας γελάσω). Κατ’ ευφημισμόν σκέφτομαι. Παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας … ψυχική υγεία στην Ελλάδα; Είναι ψυχικά υγιής ο ελληνικός λαός; Αναρωτιέμαι και συνεχίζω τη δουλειά.
Μια ώρα μετά ήδη έχω γράψει στο σάιτ που δουλεύω για δυο αυτοκτονίες που έγιναν σήμερα, και οι δυο υποκινούμενες από την εξαθλίωση της κρίσης, από την ανεργία, υποκινούμενες από Εκείνους που υποτιμούν τη ζωή και τον άνθρωπο. Πόσες θηλιές, πόσες βουτιές στο κενό, πόσοι άνθρωποι στο χώμα, πόσες οικογένειες μένουν πίσω και θρηνούν; Οι εξουσίες έχουν βρει πολλούς τρόπους να δολοφονούν. Δεν είναι μόνο ο ‘’πολιτικός’’ φασισμός, είναι και ο ‘’οικονομικός’’. Ο Γκάντι είχε πει ότι η πιο θανατηφόρα μορφή βίας είναι η φτώχεια και όσο απολιτίκ και αν τον θεωρώ σε πολλά θέματα, αυτό που είχε πει τότε, είναι πέρα για πέρα αλήθεια και στις μέρες μας αυτά τα λόγια είναι άκρως επίκαιρα.
Καμιά φορά η ‘’αθωότητα’’ ή και ο παρορμητισμός της νιότης μου με κάνει να σκέφτομαι άσχημα πράγματα γι αυτούς που ‘’τα παρατάνε’’ αυτούς που δίνουν ένα σάλτο και αποχαιρετούν τη ζωή και τη μιζέρια της. Μετά όμως έρχεται η συνείδηση και μου βαράει ένα χαστούκι. ‘’Και δεν είναι το ψωμί που δεν έχω να φάω εγώ, μα το ψωμί που δεν έχω να δώσω στο παιδί μου, δεν ξέρω πόσο θα το αντέξω αυτό’’, μου είχε πει μια γυναίκα πρόσφατα. Μπαίνω στη θέση της, στη θέση κάθε ανθρώπου που υφίσταται αυτή την απάνθρωπη φτώχεια, και σκέφτομαι αν θα άντεχα η αξιοπρέπεια μου, ο αγώνας μου, οι ιδέες και η ζωή μου η ίδια, να καταπατάται, να εξαθλιώνεται και να μηδενίζεται. Και δεν ξέρω τι να απαντήσω στον εαυτό μου, ίσως και εγώ να μην τ’άντεχα.
Για πόσο όμως ακόμη θα παρακολουθούμε φοβισμένοι, απαθείς και ακινητοποιημένοι την ελληνική κοινωνία να βυθίζεται στον βούρκο, να αγχομαχά, να ξεκληρίζετε; Για πόσο ακόμη θα αφήνουμε αυτή την εγκληματική κυβέρνηση να δρα ανενόχλητη, για πόσο ακόμη θα τρώμε τα δολώματα που μας πετάει; Αν δεν βάλω ένα τέλος στο έγκλημα εγώ, ή εσύ, ή ο γείτονας σου, τότε ποιος θα το κάνει;
Μας σκοτώνουν αδερφέ μου, κάθε μέρα μας σκοτώνουν, κι όσο τους φοβάσαι τόσο θα συνεχίζουν, κι όσο δεν αντιδράς κι άλλα φέρετρα θα μπαίνουν στο χώμα. Πάρτο χαμπάρι ή θα κάψεις τον καναπέ σου ή θα σου κάψουν τη ζωή, άνοιξε τα μάτια σου, η φωτιά είναι προ των πυλών.