Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Περί θηβαίων και σπαλιάρων...


Περί θηβαίων και σπαλιάρων...
► Επιχειρώντας να εντοπίσω τους λόγους για τους οποίους, τόσο πολύ ο κόσμος ασχολήθηκε (με τον ένα ή άλλο τρόπο) με τις δηλώσεις Θηβαίου και Σπαλιάρα, διαπιστώνω πως, τόσο η μία όσο και η άλλη, αποκαλύπτουν βαθιά ρηγμάτωση των σχέσεων ατόμου και κοινωνίας.

Μετά από μια εικοσαετία παραμύθας περί μιας ΙΧ ευτυχίας αποκομμένης από κάθε συλλογική συν-έργεια που ενδεχομένως θα περιέγραφε μια /πολιτεία/ αναγκαζόμαστε να «ξαναβρεθούμε» μόνο που πλέον έχουμε ξεχάσει πώς γίνεται αυτό.



Με τα εντοιχισμένα Miele της κουζίνας μας να μην μπορούν να μας δώσουν επαρκείς απαντήσεις, μετά από είκοσι χρόνια αποφασίζουμε να διαρρήξουμε εμείς την αδιάρρηκτη πόρτα του σπιτιού μας και να ξαναβγούμε έξω για να αναζητήσουμε τα «αίτια».

Μόνο που πλέον, άλλον τρόπο δεν γνωρίζουμε από την ακραία επιθετικότητα η οποία, στην μεν περίπτωση Θηβαίου είναι ολοφάνερη, στη δε περίπτωση Σπαλιάρα απλώς... δεν μπορεί να κρυφτεί. Στην ουσία, και οι δυο αναφέρονται σε ένα ευρύτατο κοινωνικό σύνολο με όρους επιβολής, οι οποίοι άλλωστε είναι οι μόνοι τους οποίους αποδέχεται, κατανοεί και εν τέλει και αναγνωρίζει το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο και το αξιακό πλαίσιο που αυτό δημιούργησε.

Τόσο ο Θηβαίος όσο και ο Σπαλιάρας, επιτίθεται σχεδόν τυφλά σε ένα ευρύτατο κομμάτι της κοινωνίας και μάλιστα, «κατά σύμπτωση» σε εκείνα που εμφανώς έχουν πληγεί περισσότερο από την «κρίση». Ο πρώτος στους νέους, ο δεύτερος στις γυναίκες. Ο ένας, δουλεύοντας με το πνεύμα του ως καλλιτέχνης, το κάνει αναπτύσσοντας έναν σκληρό λόγο, ο άλλος, δουλεύοντας με το σώμα του ως μοντέλο, το κάνει αναπτύσσοντας ένα... σκληρό πέος*.

Όσο η κοινωνία δεν αποφασίζει να επαναπροσδιορίσει τους όρους της και να προχωρήσει σε μια νέα αυτοθέσμισή της, η ακραία επιθετικότητα θα είναι η μόνη «επίσημα αναγνωρισμένη» γλώσσα.

Θηβαίοι και σπαλιάρες δεν είναι τόσο προϊόντα της ανοχής μας, όσο της ουσιαστικής απουσίας μας. Ας μην... εντυπωσιαζόμαστε λοιπόν και κυρίως, ας μην εξοργιζόμαστε. (Εκτός και αν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο).
_____________
* Και εν προκειμένω, ελάχιστη σημασία έχει αν ο πρώτος τα εννοούσε ή όχι (ζήτησε συγνώμη χθες), ή αν ο δεύτερος λέει αλήθεια ή ψέμματα. Καθώς εδώ, η πράξη δεν εντοπίζεται στην ίδια την πράξη αλλά στην επίκλησή της.