Προσδοκίες από τον τουρισμό
Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα πιάνεται από τον τουρισμό. Η αυξημένη προσέλευση μεταφράζεται απεγνωσμένα σε σωτηρία της βαριά νοσούσας οικονομίας. Πράγματι, η αυξημένη δραστηριότητα μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερα έσοδα από φόρους, να προσφέρει εποχική εργασία, να κινήσει κάπως την λιπόθυμη αγορά μέσω των προμηθειών. Ωστόσο οι προσδοκίες δεν πρέπει να διογκώνονται, παρότι φέτος οι αφίξεις είναι περισσότερες και η σεζόν φαίνεται να επιμηκύνεται κατά τι.
Οι λόγοι για τη συγκράτηση των προσδοκιών είναι πολλοί. Ο πρώτος είναι ο ίδιος ο όγκος του τουριστικού εσόδου ως ποσοστό του ΑΕΠ: δεν αρκεί για να ανασχέσει την τρομακτική ύφεση. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2010 ο τουρισμός πρόσφερε στην εθνική οικονομία αμέσως περίπου 15,2 δισ., ενώ μαζί με τις έμμεσες επιδράσεις το συνεισφερόμενο ποσόν εκτιμάται στα 34,4 δισ. ευρώ.
Βλέπουμε όσο κι αν αυξηθούν, μπορούν να δώσουν μιαν ανάσα αλλά δεν μπορούν να αναστήσουν την ελληνική οικονομία. Ο τουρισμός μπορεί να βοηθήσει την εικόνα των κρατικών εσόδων, εφόσον οι διάφοροι φόροι υπολογίζονται από 1,4 έως το πολύ 2 δισ., αλλά δεν μπορεί να μηδενίσει τα ελλείμματα. Και αυτό βεβαίως μόνον εφόσον εισπραχθούν όλοι οι φόροι, κάτι που μένει να αποδειχθεί, στο μέτρο που πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν πλέον να επιβιώσουν με κάποιας έκτασης φοροδιαφυγή.
Ακόμη και η αναμφίλεκτη προσφορά του τουρισμού στην απασχόληση, υπό τις παρούσες συνθήκες βαριάς ανεργίας, αναπόφευκτα περιορίζεται• δεν μπορεί να ανατρέψει την εικόνα. Αφενός, επειδή η εργασία είναι εποχική με μικρό χρονικό εύρος, αφετέρου, επειδή η ίδια η τραυματισμένη αγορά οδηγεί σε μαύρη εργασία, ανασφάλιστη και εκτός κανόνων. Ακόμη και με τις, μετά το μνημόνιο, ελαστικές συμβάσεις και τους μειωμένους μισθούς, η ανασφάλιστη εργασία και η κατάχρηση μαθητευομένων θάλλουν στην τουριστική βιομηχανία. Τέλος, σημαντικό μέρος των αναγκών στις μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις καλύπτεται με υπερπροσφορά οικογενειακής εργασίας, έως τελικής πτώσεως. Είναι κοινή γνώση άλλωστε στην τουριστική αγορά, ότι στη σύντομη σεζόν των 60-90 ημερών «μεροκάματο» βγαίνει μόνο με υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, τσίμπημα των τιμών και κάποια φοροδιαφυγή. Είπαμε «μεροκάματο», και κυριολεκτούμε: τα κέρδη άλλων εποχών δεν υπάρχουν. Η υπερφορολόγηση εσόδων, εργασίας και ακινήτων, μαζί με τη μηδενική ρευστότητα και την ανυπαρξία κάθε πιστωτικής γραμμής, οδηγούν αφεύκτως μόνο σε τέτοια επιχειρηματική δράση, στη μεθόριο της νομιμότητας. Κανείς ελεγκτικός μηχανισμός δεν μπορεί να φέρει εξομάλυνση σε μια στραγγισμένη αγορά.
Υπερένταση, λοιπόν. Και υπερτροφικές προσδοκίες. Το μπλακ άουτ της Σαντορίνης δείχνει τα όρια της εγχώριας τουριστικής βιομηχανίας, που επί δεκαετίες κινήθηκε ασχεδίαστα, χωρίς στρατηγική, χωρίς στόχους, χωρίς υποδομές, χωρίς ανάπτυξη νέων προϊόντων και αξιοποίηση των ποικίλων πλεονεκτημάτων της χώρας. Η σύνδεση των εποχικά ενεργοβόρων Κυκλάδων με το εθνικό ενεργειακό δίκτυο αναβάλλεται επί έτη, λόγω εταιρικών συμφερόντων και πολιτικής οκνηρίας ή πονηρίας. Το μπλακ άουτ ήταν προ πολλού αναμενόμενο στη Μύκονο, απλώς συνέβη πρώτα στη Σαντορίνη.
Μικρά και μεγάλα μπλακ άουτ συμβαίνουν κάθε καλοκαίρι σε όλα τα τουριστικά νησιά, χρόνια τώρα: στην ηλεκτροδότηση, στα σκουπίδια, στην ύδρευση, στο οδικό δίκτυο, στα λιμάνια. Η εντεινόμενη πίεση στον τουρισμό, υπό το βάρος μιας καταρρέουσας εθνικής οικονομίας, αντί για εκπλήρωση προσδοκιών μπορεί να φέρει τραύματα και ζημίες.