Φτάνω στη ΔΕΗ γύρω στις δέκα το πρωί. Είναι σαν να έχω ραντεβού με τους μισούς συμπολίτες μου. Για ακόμη μια φορά αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να αφήνουν αναξιοποίητο αυτόν τον τεράστιο, υπέροχο χώρο , με τις τζαμαρίες γύρω – γύρω στην είσοδο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για χιλιάδες χρήσεις, από εκθέσεις ζωγραφικής, μέχρι κατάλυμα για όλους τους αστέγους της πόλης. Διασχίζω την εσωτερική αυλή, έρημη λόγω ζέστης και φτάνω επιτέλους στον προορισμό μου. Μετά από μεγάλη προσπάθεια και αμέτρητα συγνώμη, πλησιάζω στο μηχάνημα με τους αριθμούς προτεραιότητας. Κόβω και το Α και το Β και το Γ, αφού δεν γνωρίζω πια τελικά θα μου χρειαστούν.
Ανάμεσα στους καταρρακωμένους πελάτες, με ένα πάκο χαρτιά στα χέρια όλοι τους, σφραγισμένα από την αγωνία χείλη και βλέμματα στραμμένα από ντροπή και ταπείνωση προς το έδαφος, ξεχωρίζουν οι πανταχού παρών πια σεκιουριτάδες, κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι, πιθανότατα οφειλέτες κι αυτοί, αναγκαίοι όμως για να προστατεύσουν τους υπαλλήλους από όσους πάνω στην απελπισία τους, ξεσπούν στο σαμάρι αντί για τον γάιδαρο – κυβέρνηση.
Πρώτος σταθμός, οι πληροφορίες. Αναμονή, πάνω από μισή ώρα. Ο κόσμος έχει αποβλακωθεί από την ανέχεια και το ένα κυβερνητικό χτύπημα πάνω στο άλλο.
Δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε, επαναλαμβάνουν τα δικά τους, δεν είναι καν ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους, άσε που στη θέση του δύσμοιρου υπαλλήλου βλέπουν οι περισσότεροι, τον τρισκατάρατο για τα ΜΜΕ, Φωτόπουλο.
Βαριέμαι να περιμένω και μετακινούμαι στην ουρά των διακανονισμών. Προσπαθώ να αφοσιωθώ στις εκπομπές του «Κόκκινου» μη αντέχοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα παρακμής, απαξίωσης του πολίτη, ασφυξίας. Μάταιος κόπος! Μια λαϊκή γυναίκα μπροστά, ξεσπά σε λυγμούς, αφορμή η επισήμανση του υπαλλήλου: «Κυρία μου, έχετε μεγάλη κατανάλωση» «Πεντακόσια ευρώ σ΄ένα σπίτι τριάντα πέντε τετραγωνικών; Ούτε θερμοσίφωνα ανάβω», φωνάζει, «είμαστε και οι τρεις άνεργοι, που θα τα βρω!» «Τι να σας πω! Πηγαίνετε στον προϊστάμενο».
Βαριέμαι να περιμένω και μετακινούμαι στην ουρά των διακανονισμών. Προσπαθώ να αφοσιωθώ στις εκπομπές του «Κόκκινου» μη αντέχοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα παρακμής, απαξίωσης του πολίτη, ασφυξίας. Μάταιος κόπος! Μια λαϊκή γυναίκα μπροστά, ξεσπά σε λυγμούς, αφορμή η επισήμανση του υπαλλήλου: «Κυρία μου, έχετε μεγάλη κατανάλωση» «Πεντακόσια ευρώ σ΄ένα σπίτι τριάντα πέντε τετραγωνικών; Ούτε θερμοσίφωνα ανάβω», φωνάζει, «είμαστε και οι τρεις άνεργοι, που θα τα βρω!» «Τι να σας πω! Πηγαίνετε στον προϊστάμενο».
Ο προϊστάμενος μιλά σε έντονο ύφος στο τηλέφωνο. Η κυρία σέρνεται προς τα εκεί. Την αποτρέπει να πλησιάσει με χαρακτηριστική κίνηση του χεριού. Δεν το καταλαβαίνει και τον πλησιάζει. Αφήνει τη συσκευή κάτω. «Σου είπα να περιμένεις» ουρλιάζει. Η γυναίκα πισωπατεί έντρομη, αυτός συνεχίζει την τηλεφωνική του συνομιλία. Η κυρία ακουμπά στην παραστάδα της πόρτας του. Της κάνει νόημα να πάει παραπέρα, η γυναίκα – πελάτης, μην το ξεχνάμε - κάνει μεταβολή κλαίγοντας και προχωρά προς την έξοδο. Μου έχουν ανάψει τα λαμπάκια. Την αδράχνω από το μπράτσο και την τραβώ προς το μέρος του. Με κοιτάζει άγρια, εγώ να δείτε! Αφήνει το τηλέφωνο, σηκώνεται όρθιος «Περάστε έξω και οι δύο» φωνάζει. «Δεν πάμε πουθενά, θα εξυπηρετήσετε την κυρία τώρα» «Μα δεν καταλαβαίνει τι της λέω. Και χθες εδώ ήτανε» «Δουλειά σας είναι να της δώσετε να καταλάβει»
«Εσείς τι είστε;» «Πελάτης της ΔΕΗ, όπως και η παραπληγική που σκοτώσατε στην Κρήτη. Με κανέναν εργαζόμενο στην οικογένεια, φαντάζομαι η κυρία δικαιούται κοινωνικό τιμολόγιο, εξηγήστε της τι πρέπει να κάνει.»
Σκύβει το κεφάλι και της δείχνει την καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. Επιστρέφω στη θέση μου στην ουρά.
Δεν είναι βέβαια όλοι σαν κι αυτόν. Κατανοώ, πως έχουν τεράστιο όγκο δουλειάς και ότι παλεύουν με μια θηριώδη γραφειοκρατία. Όμως, λίγο μεγαλύτερη ευαισθησία μια κάποια ενσυναίσθηση προς τον αδύναμο, θα έκανε τον κόσμο μας καλύτερο.
Δεν είναι βέβαια όλοι σαν κι αυτόν. Κατανοώ, πως έχουν τεράστιο όγκο δουλειάς και ότι παλεύουν με μια θηριώδη γραφειοκρατία. Όμως, λίγο μεγαλύτερη ευαισθησία μια κάποια ενσυναίσθηση προς τον αδύναμο, θα έκανε τον κόσμο μας καλύτερο.
Και τώρα στα δικά μου. Δεν έχει σημασία αν πληρώνω κανονικά τις δόσεις, σύμφωνα με τον διακανονισμό, έπρεπε ταυτόχρονα να εξοφλήσω και τον τρέχοντα λογαριασμό, δηλαδή να δώσω στη ΔΕΗ το διπλάσιο των μηνιαίων μου εσόδων, για να μην κοπεί το ρεύμα. Η διακοπή γίνεται αυτόματα, χωρίς πρόσθετη προειδοποίηση, πέραν αυτής που είναι τυπωμένη στον λογαριασμό. Ούτε τηλεφώνημα, ούτε τίποτα, χραπ και τέρμα. Απαίτησα και το πέτυχα, να μεταφερθεί πρώτα το χαράτσι στην ΔΟΥ και μετά να κάνω νέον διακανονισμό, υπέβαλλα καλού – κακού εγγράφως το αίτημα σε δύο αντίγραφα και εξασφάλισα, όχι με ευκολία είναι αλήθεια, την υπογραφή του Προϊσταμένου.
Στη μία το μεσημέρι, βγήκα επιτέλους, κατάκοπη, αλλά ικανοποιημένη στον δρόμο. Κάθισα στο πεζούλι και απόλαυσα μετά από τόσες ώρες το τσιγάρο μου.
— with τοπα τοπες and Σάνια Μωραΐτου.