Ο τομέας της δημόσιας και δωρεάν υγείας ήταν ο πρώτος από τους πυλώνες κοινωνικής συνοχής που μπήκε στο στόχαστρο των μνημονιακών δεσμεύσεων.
Η δημόσια υγεία συνίσταται σε δύο διαφορετικές εξασφαλίσεις, από τη μια αυτή της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (νοσηλεία, φάρμακα, πρωτογενής πρόληψη έναντι χρόνιων και εποχικών νοσημάτων) και από την άλλη της συνταξιοδοτικής αποκατάστασης, ενός αποταμιευτικού προγράμματος δηλαδή, το οποίο ενεργοποιείται όταν ο εργαζόμενος δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να ασκεί επάγγελμα για βιοπορισμό, είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω ασθένειας ή αναπηρίας.
Στα πρώτα συμπτώματα της κρίσης και προκειμένου να εξασφαλιστεί ρευστότητα των κρατικών (σε βάρος των ασφαλιστικών) ταμείων, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να αγοραστεί από τα ασφαλιστικά ταμεία ένας μεγάλος αριθμός ομολόγων ελληνικού δημοσίου, μια κίνηση που έδωσε μια ολιγόμηνη ρευστότητα στα κρατικά αποθεματικά εξαφανίζοντας όμως τα ασφαλιστικά.
Στην ουσία οι εισφορές που δίνουμε όλοι μας ως εργαζόμενοι στο κρατικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, πήγαν στην τσέπη του υπουργείου οικονομικών. Θα πει κάποιος πως τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, έχουν μικρό ρίσκο και εγγυημένη απόδοση… όλα αυτά πριν το PSI όμως. Το κούρεμα του ελληνικού χρέους, ή σωστότερα το επιλεκτικά στοχευμένο κούρεμα του χρέους, εξαφάνισε εν μια νυκτί τα επενδυμένα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.
Άρα σε μια χώρα σε κρίση, με μειωμένα ασφαλιστικά αποθεματικά, ο μόνος τρόπος να συνεχίσουν να πληρώνονται οι συντάξεις ήταν μέσω των εισφορών των ήδη ασφαλισμένων.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε πως αυτή τη στιγμή αντιστοιχούν ένας εργαζόμενος σε ένα συνταξιούχο, τι σημαίνει αυτό σε μια χώρα όπως η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία; Πως οι ασφαλιστικές εισφορές ενός εργαζομένου θα καλύπτουν τη σύνταξη ενός συνταξιούχου. Αρκεί όμως το 25-30% ενός ήδη μειομένου μισθού να καλύψει τη μηνιαία αποδοχή του συνταξιούχου; Μπορεί όσο υπάρχουν έστω στοιχειώδη αποθεματικά.
Τα αποθεματικά όμως βαίνουν μειούμενα και εδώ κάπου μπαίνει η συζήτηση για περικοπή των κύριων συντάξεων.
Λογιστικά μιλώντας ο μόνος τρόπος να σωθούν τα ασφαλιστικά ταμεία είναι να φτάσει η κύρια σύνταξη στο μισό του μέσου μισθού, δηλαδή περίπου στα 350-400 ευρώ. Για την ακρίβεια αυτός είναι ο μόνος τρόπος που προτίθεται να εφαρμόσει η παρούσα κυβέρνηση.
Στις αρχές αλλά και στη συνέχεια της κρίσης οι αντίςτοιχες κυβερνήσεις πήραν την εξής απόφαση: να χρηματοδοτήσουν τη ρευστότητα των συστημικών τραπεζών προκειμένου να μην καταρρεύσουν -το αν ήταν σωστή ή λάθος απόφαση είναι μια συζήτηση που δεν ανήκει σε αυτό το κείμενο και μάλλον θα μπορεί να απαντηθεί με σιγουριά σε επόμενη χρονική στιγμή. Το ελληνικό δημόσιο λοιπόν εξασφάλισε την επιβίωση των συστημικών τραπεζών με χρήματα που δανείστηκαν οι πολίτες αυτής της χώρας, μια λύση θα ήταν με τη σειρά τους οι τράπεζες να εγγυηθούν την καταβολή των συντάξεων για το επόμενο διάστημα.
Κοινωνική ευθύνη δεν είναι μόνο να καθαρίζουν τις παραλίες είναι και να εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή. Άρα η περικοπή των κύριων συντάξεων, που προκύπτει από ένα σύνολο αντί-κοινωνικών πολιτικών δεν είναι μονόδρομος, είναι όμως μια πολιτική επιλογή.
Ενώ η περικοπή των συντάξεων δημιουργεί μια καταφανή πτώση του βιοτικού επιπέδου και δημιουργεί μια επισιτιστική ανθρωπιστική κρίση, η άλλη πλευρά της δημόσιας Υγείας, η περικοπή και η απαξίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δημιουργεί μια υγειονομική ανθρωπιστική κρίση.
Η κατάσταση στην υγεία είναι κάθε μέρα και τραγικότερη, στα δημόσια νοσοκομεία υπάρχει τεράστια έλλειψη φαρμάκων, αναλώσιμων, εργαλείων και ανθρώπινου δυναμικού, στα περισσότερα δε, δεν υπάρχει θέρμανση και κλιματισμός. Επιπρόσθετα της έλλειψης επαγγελματιών υγείας υπάρχει και ανεπαρκής πληρωμή των υπαρχόντων, οι περισσότερες εφημερίες πληρώνονται με μεγάλη καθυστέρηση ή και καθόλου, ο μισθός ενός νέου επιμελητή σε δημόσιο νοσοκομείο είναι λίγο πάνω από τα 1000 ευρώ, χωρίς το κράτος να του παρέχει οποιαδήποτε μορφή συνεχούς επιμόρφωσης (συνεδριακή ή έντυπη).
Άρα στα νοσοκομεία έχουμε ένα προσωπικό που δεν αρκεί αριθμητικά να καλύψει τις ανάγκες του νοσοκομείου, που επιπλέον δεν έχει υλικά και φάρμακα για να ασκήσει ιατρική πράξη, που δεν εξασφαλίζεται η επιστημονική του επάρκεια σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ποιά είναι η διέξοδος από αυτή τη σαθρή κατάσταση; Ο ιδιωτικός παράγοντας βέβαια(!!!!) -αλλά ούτε αυτό εμπερικλείεται στο θέμα που έχει το συγκεκριμένο κείμενο, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Θα μπορούσε να πει κάποιος πως τα νοσοκομεία, θεωρητικά, είναι χώροι δευτεροβάθμιας φροντίδας και πως έχουν γίνει βήματα στο χώρο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. (Θα αφήσω απ’ έξω το νέο θεσμό του ΠΕΔΥ καθώς μέχρι να εκδικαστούν τα ασφαλιστικά μέτρα, που έχουν κερδίσει οι περισσότεροι ιατροί, δεν μπορεί να αξιολογηθεί η επάρκεια κάλυψης των αναγκών των ασφαλισμένων.)
Ο απερχόμενος υπουργός υγείας, που δεν ήθελε να του πάρει τη δόξα η τρόικα, άφησε αυτή την “ωραία” παρακαταθήκη που λέγεται “πιστοποιημένος ιατρός”. Με τις τελευταίες αποφάσεις όλοι οι ιδιώτες ιατροί που το επιθυμούν μπορούν να ενταχθούν σε ένα ειδικό καθεστώς εξωτερικού συνεργάτη, στο καθεστώς αυτό δέχονται 200 ασφαλισμένους για ιατρική εξέταση / συνταγογράφηση φαρμάκων έναντι ενός ποσού γύρω στα 1000 ευρώ, 5 ευρώ ανά ασθενή με άλλα λόγια. Η κανονική διάρκεια μιας ιατρικής πράξης (εξέταση, διάγνωση, συνταγογράφησης) είναι περίπου στα 20 ως 30 λεπτά. Με 3 ασθενείς την ώρα, 24 την ημέρα, χρειάζονται περίπου 7 μέρες ή αλλιώς το 1/3 του μήνα για να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα του χώρου εργασίας και στις υπόλοιπες 13 να μπορέσει να εξασφαλίσει τις υπόλοιπες ανάγκες του, το οποίο σημαίνει για το μέσο ιατρείο περίπου 2000 τον μήνα προ φόρου. Η εξίσωση είναι προβληματική με αποτέλεσμα σε ένα μεγάλο ποσοστό να επιλέγουν να “ξεπετάνε” τους ασθενείς που τους επισκέπτονται μέσω του ταμείου σε 10 λεπτά κατά μέγιστο ώστε να τελειώσουν τις “ταμειακές” υποχρεώσεις τους στις πρώτες 3-4 μέρες του μήνα, για να το καταφέρουν αυτό λειτουργούν με ραντεβού, άρα οι αναμονές για τους ασθενείς περνούν τον 1 μήνα, στην ουσία δε λειτουργεί το επιχείρημα του υπουργείου υγείας ότι επειδή “απλώθηκαν” οι ασφαλισμένοι σε περισσότερους ιατρούς εξυπηρετούνται πιο άμεσα.
Το τελευταίο αλλά μεγαλύτερο πρόβλημα του συστήματος υγείας είναι η λεγόμενη “μετακύλιση φαρμακευτικής δαπάνης”. Οι τιμές των φαρμάκων έχουν μειωθεί μεσοσταθμικά 50%, ωστόσο το ποσό που πληρώνει ο ασφαλισμένος με τις αυξήσεις συμμετοχών και τις συνεχείς πτώσεις ασφαλιστηκών τιμών έχει αυξηθεί σε πολλές περιπτώσεις 100%. Με άλλα λόγια προμηθεύονται φτηνότερα φάρμακα πληρώνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό της λιανικής του τιμής.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί ασθενείς “κόβουν” παρά τις σαφείς αντιρρήσεις του θεράποντα ιατρού τους φάρμακα που αφορούν χρόνια νοσήματα τα οποία δεν δυσχαιρένουν την καθημερινότητας τους.
Για να γίνει πιο σαφές, ένας 60χρονος έχει περάσει έμφραγμα προ 3 μηνών, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα πρέπει να λαμβάνει ένα σύνολο περίπου 10 φαρμάκων για να μπορέσει να αποφύγει ένα δέυτερο επεισόδιο το οποίο πιθανότατα θα τον σκοτώσει.
Από αυτά τα φάρμακα μόνο όσα σχετίζονται με την αρτηριακή πίεση είναι φάρμακα που μπορούν να επηρεάσουν την καθημερινότητα (ο ασθενής μετράει την πίεσή του, νιώθει δυσφορία κλπ), άλλες κατηγορίες όπως είναι τα αντιαιμοπεταλιακά και τα φάρμακα για την υπερλιπιδαιμία δεν επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, όμως αν δεν λαμβάνονται με θρησκευτική ευλάβεια για τα οριζόμενα χρονικά διαστήματα, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε επαναστενώσεις των διορθωμένων αρτηριών και κατ´ επέκταση σε υψηλό κίνδυνο θανάτου.
Σε τελική ανάλυση το υπουργείο έβαλε ένα στόχο: την πτώση της φαρμακευτική δαπάνης κάτω απο τα 2 δις ευρώ (ποσό που συναντάται μόνο στις φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες), αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στη ζωή των ασθενών, για τις μέσο-μακροπρόθεσμες επιβαρύνσεις του συστήματος υγείας από ένα υποθεραπευόμενο πληθυσμό (υπάρχουν πολλές οικονομικοτεχνικές μελέτες για τα έμμεσα κόστη που οφείλονται σε υποθεραπευόμενους ασθενείς), αλλά και για μια πιθανή έξαρση επιδημιών, λόγω ανεπαρκούς εμβολιασμού και κακής διατροφικής καθημερινότητας (πολλοί υδατάνθρακες, λίγες πρωτεΐνες, λίγες φυτικές ίνες).
Σε ένα μετά κρίσης περιβάλλον η προοπτική για την υγεία είναι να υπάρχουν ασθενείς που θα θεραπεύονται και ασθενείς που θα αργοπεθαίνουν. Τα γουρουνόπουλα στο βιβλίο του Τζ. Όργουελ ήταν οι μόνιμοι φορείς της “ζωικής ανισότητας”, αντίςτοιχα οι περισσότεροι από εμάς, ως άλλα γουρουνόπουλα, στο άμεσο μέλλον σε θέματα υγείας θα πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί αν έχουμε στοιχειώδη πρόσβαση σε αυτή, όλα αυτά βέβαια εκτός και αν…
πηγη
από dostoglouermis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου