Θες που η φάση στην Ελλάδα του 2014 δεν παλεύεται, θες που από το στρες οι μισοί είναι χαπακωμένοι και οι άλλοι μισοί με το μπινελίκι στην κωλότσεπη - όσο περνάει ο καιρός τόσο παρατηρούμε γύρω μας μια «στροφή στο παρελθόν». Οπου σταθείς κι όπου βρεθείς, σε ακολουθεί η επωδός: «Οταν ήμουνα παιδί…»
Που συνοδεύεται και από έναν παρατεταμένο αναστεναγμό: «Αααααχ»:
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…».
Ολοι μας - εγκλωβισμένοι σε ένα παρόν μεταξύ θρίλερ και σπλάτερ - ξαναγράφουμε μανιωδώς τις πίσω μας σελίδες. Που, στην τελική, δικές μας είναι, ό,τι γουστάρουμε τις κάνουμε. Τις αλλάζουμε, τις διορθώνουμε, τις εξωραΐζουμε, τις μακιγιάρουμε, τις στολίζουμε, κρεμάμε κορδελάκια και ροζ φιογκάκια... Και πετάμε όλες τις παραγράφους που δεν θέλουμε να θυμόμαστε. Ενώ, μέχρι τώρα, θεωρούσαμε το μέλλον «άδηλον» και το παρελθόν «καταγεγραμμένο» - τώρα από την «καταγραφή» περνάμε στην «επανεγγραφή».
«Ααααχ, όταν ήμουνα παιδί…».
Ξαφνικά, ένας ολόκληρος λαός λες και πήδηξε από τις σελίδες των παλιών αναγνωστικών: «Ελλη, να ένα μήλο. Λόλα, να ένα άλλο. Μήλο, Μίμη. Ελα, Μίμη, έλα, ένα μήλο, μέλι. Δετέ την οικογένεια. Ετοιμοι όλοι να φάνε. Να ο πατέρας, η Λόλα, ο Μίμης, η Ελλη, η Αννα, η γιαγιά και η μητέρα (πρώτη φίρμα ο πατέρας - στον πάτο της μαρκίζας γιαγιά και μάνα). Τι μεγάλη οικογένεια!».
Τι μεγάλη οικογένεια! Τι ωραία τα παιδικά μας χρόνια! Ετσι καθόμασταν όλοι στο τραπέζι με του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά. Κανένας δεν πεινούσε, κανένας δεν υπέφερε, κανένας δεν αρρώσταινε. Γίναμε όλοι ξαφνικά μέλη της οικογένειας του Αναγνωστικού. Πάει να είμαι εγώ η Ελλη; Που με φωτίζει και το ξανθό; Και να είσαι εσύ ο Μίμης - πάει; Μίμη, μήλο, τρώγε και σκάσε!
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Εκείνη η αλάνα πια! Δίπλα πόρτα ήταν... Που παίζαμε στην αλάνα... Που τρέχαμε στην αλάνα... Που κυνηγιόμαστε στην αλάνα... Και μετά μαζευόμασταν στο οικογενειακό τραπέζι και άντε ξανά μανά να δαγκώνουμε εκ περιτροπής του Μίμη το μήλο. Εμείς δεν μεγαλώσαμε στην Ελλάδα - εμείς ήμασταν η Χάιντι το κοριτσάκι των Αλπεων και αρμέγαμε χαρωπές κατσικούλες.
«Ααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Η Ελλάδα μια ιλουστρασιόν χώρα... Ή η Ελλάδα μια ασπρόμαυρη ταινία. Κάποιοι την πρόλαβαν στις αίθουσες των φθαρμένων σινεμά και κάποιοι μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης... Ανάλογα οι γενιές, ανάλογα οι ηλικίες... Τις Κυριακές μπαίναμε όλοι μαζί στο ίδιο λεωφορείο για τη θάλασσα, παρέα με τον Ορέστη Μακρή και τις κόρες του. Την επόμενη ημέρα, στο αεροδρόμιο για να υποδεχτούμε τη θεία από το Σικάγο. Τα καλοκαίρια δίναμε «Ραντεβού στην Κέρκυρα» με την Καρέζη και τον Αλεξανδράκη. Ή κάναμε «Διακοπές στην Αίγινα» με την Αλίκη και τον Κωνσταντάρα...
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Οι γενιές πριν από μας... Η δική μας... Εκείνες που ακολούθησαν... Ολες έσβησαν από τη μνήμη τους πόλεμους, εμφύλιο, χούντα, διώξεις, ξερονήσια, εξορίες, φυλακές, σκοταδισμό, στιγματισμό, μικροαστισμό και όλα τα «-ισμός» που μας ξεβολεύουν. Δεν υπάρχει πια μιζέρια, μισαλλοδοξία, στενομυαλιά. Δεν υφίσταται πια η κοινωνία που ανέμιζε ματωμένα σεντόνια στων αειπάρθενων τα μπαλκόνια. Η κοινωνία που κακοποιούσε γυναίκες, παιδιά και αδύναμους. Που βασίλευε ο πατέρας αφέντης. Που περιθωριοποιούσε άτομα, αντιλήψεις, τρόπους ζωής και ιδεολογίες - οτιδήποτε ξεγλιστρούσε σαν γάργαρο νεράκι από το συρματόπλεγμα του «νορμάλ».
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Ενα άθλιο παρόν και ένα ζοφερό μέλλον... Αυτά μας αναγκάζουν να κρύβουμε το κεφάλι μας στην κινούμενη άμμο του παρελθόντος! Ενα παρελθόν υπαρκτό μόνο στη φαντασία μας...
Το «χθες» δεν ήταν τόσο ευτυχισμένο όσο «σήμερα» θέλουμε να πιστεύουμε. Και ούτε εμείς ήμασταν τα παιδιά των παλιών αναγνωστικών. Καλά και άγια τα ήθη και τα έθιμα, τα Κούλουμα, η Σαρακοστή, οι Φωτιές του Αϊ-Γιαννιού, τα πασχαλιάτικα γλέντια… Ομως, αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει κάποτε να πάψουμε να εξωραΐζουμε τις πίσω μας σελίδες... Αν θέλουμε να γράψουμε καινούργια κεφάλαια, πρέπει να πάψουμε να διορθώνουμε τα παλιά... Γιατί μόνο όποιος έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει το παρελθόν του κατάματα, μόνο αυτός μπορεί να συστηθεί με το παρόν και να προχωρήσει στο μέλλον!
Γιατί τα χρόνια ήταν πέτρινα! Δεν ήταν vintage!
Κατάλαβες, Μίμη; Κατέβαινε το μήλο τώρα!
Που συνοδεύεται και από έναν παρατεταμένο αναστεναγμό: «Αααααχ»:
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…».
Ολοι μας - εγκλωβισμένοι σε ένα παρόν μεταξύ θρίλερ και σπλάτερ - ξαναγράφουμε μανιωδώς τις πίσω μας σελίδες. Που, στην τελική, δικές μας είναι, ό,τι γουστάρουμε τις κάνουμε. Τις αλλάζουμε, τις διορθώνουμε, τις εξωραΐζουμε, τις μακιγιάρουμε, τις στολίζουμε, κρεμάμε κορδελάκια και ροζ φιογκάκια... Και πετάμε όλες τις παραγράφους που δεν θέλουμε να θυμόμαστε. Ενώ, μέχρι τώρα, θεωρούσαμε το μέλλον «άδηλον» και το παρελθόν «καταγεγραμμένο» - τώρα από την «καταγραφή» περνάμε στην «επανεγγραφή».
«Ααααχ, όταν ήμουνα παιδί…».
Ξαφνικά, ένας ολόκληρος λαός λες και πήδηξε από τις σελίδες των παλιών αναγνωστικών: «Ελλη, να ένα μήλο. Λόλα, να ένα άλλο. Μήλο, Μίμη. Ελα, Μίμη, έλα, ένα μήλο, μέλι. Δετέ την οικογένεια. Ετοιμοι όλοι να φάνε. Να ο πατέρας, η Λόλα, ο Μίμης, η Ελλη, η Αννα, η γιαγιά και η μητέρα (πρώτη φίρμα ο πατέρας - στον πάτο της μαρκίζας γιαγιά και μάνα). Τι μεγάλη οικογένεια!».
Τι μεγάλη οικογένεια! Τι ωραία τα παιδικά μας χρόνια! Ετσι καθόμασταν όλοι στο τραπέζι με του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά. Κανένας δεν πεινούσε, κανένας δεν υπέφερε, κανένας δεν αρρώσταινε. Γίναμε όλοι ξαφνικά μέλη της οικογένειας του Αναγνωστικού. Πάει να είμαι εγώ η Ελλη; Που με φωτίζει και το ξανθό; Και να είσαι εσύ ο Μίμης - πάει; Μίμη, μήλο, τρώγε και σκάσε!
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Εκείνη η αλάνα πια! Δίπλα πόρτα ήταν... Που παίζαμε στην αλάνα... Που τρέχαμε στην αλάνα... Που κυνηγιόμαστε στην αλάνα... Και μετά μαζευόμασταν στο οικογενειακό τραπέζι και άντε ξανά μανά να δαγκώνουμε εκ περιτροπής του Μίμη το μήλο. Εμείς δεν μεγαλώσαμε στην Ελλάδα - εμείς ήμασταν η Χάιντι το κοριτσάκι των Αλπεων και αρμέγαμε χαρωπές κατσικούλες.
«Ααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Η Ελλάδα μια ιλουστρασιόν χώρα... Ή η Ελλάδα μια ασπρόμαυρη ταινία. Κάποιοι την πρόλαβαν στις αίθουσες των φθαρμένων σινεμά και κάποιοι μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης... Ανάλογα οι γενιές, ανάλογα οι ηλικίες... Τις Κυριακές μπαίναμε όλοι μαζί στο ίδιο λεωφορείο για τη θάλασσα, παρέα με τον Ορέστη Μακρή και τις κόρες του. Την επόμενη ημέρα, στο αεροδρόμιο για να υποδεχτούμε τη θεία από το Σικάγο. Τα καλοκαίρια δίναμε «Ραντεβού στην Κέρκυρα» με την Καρέζη και τον Αλεξανδράκη. Ή κάναμε «Διακοπές στην Αίγινα» με την Αλίκη και τον Κωνσταντάρα...
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Οι γενιές πριν από μας... Η δική μας... Εκείνες που ακολούθησαν... Ολες έσβησαν από τη μνήμη τους πόλεμους, εμφύλιο, χούντα, διώξεις, ξερονήσια, εξορίες, φυλακές, σκοταδισμό, στιγματισμό, μικροαστισμό και όλα τα «-ισμός» που μας ξεβολεύουν. Δεν υπάρχει πια μιζέρια, μισαλλοδοξία, στενομυαλιά. Δεν υφίσταται πια η κοινωνία που ανέμιζε ματωμένα σεντόνια στων αειπάρθενων τα μπαλκόνια. Η κοινωνία που κακοποιούσε γυναίκες, παιδιά και αδύναμους. Που βασίλευε ο πατέρας αφέντης. Που περιθωριοποιούσε άτομα, αντιλήψεις, τρόπους ζωής και ιδεολογίες - οτιδήποτε ξεγλιστρούσε σαν γάργαρο νεράκι από το συρματόπλεγμα του «νορμάλ».
«Αααααχ, όταν ήμουνα παιδί…»
Ενα άθλιο παρόν και ένα ζοφερό μέλλον... Αυτά μας αναγκάζουν να κρύβουμε το κεφάλι μας στην κινούμενη άμμο του παρελθόντος! Ενα παρελθόν υπαρκτό μόνο στη φαντασία μας...
Το «χθες» δεν ήταν τόσο ευτυχισμένο όσο «σήμερα» θέλουμε να πιστεύουμε. Και ούτε εμείς ήμασταν τα παιδιά των παλιών αναγνωστικών. Καλά και άγια τα ήθη και τα έθιμα, τα Κούλουμα, η Σαρακοστή, οι Φωτιές του Αϊ-Γιαννιού, τα πασχαλιάτικα γλέντια… Ομως, αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει κάποτε να πάψουμε να εξωραΐζουμε τις πίσω μας σελίδες... Αν θέλουμε να γράψουμε καινούργια κεφάλαια, πρέπει να πάψουμε να διορθώνουμε τα παλιά... Γιατί μόνο όποιος έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει το παρελθόν του κατάματα, μόνο αυτός μπορεί να συστηθεί με το παρόν και να προχωρήσει στο μέλλον!
Γιατί τα χρόνια ήταν πέτρινα! Δεν ήταν vintage!
Κατάλαβες, Μίμη; Κατέβαινε το μήλο τώρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου