Ένα κείμενο με αφορμή μια προσαγωγή στο Σκοπευτήριο το Σάββατο 2/10, πριν την έναρξη της ομιλίας του πρωθυπουργού Τσίπρα
μια φιέστα, μια προσαγωγή, μια ιστοριούλα
Το γεγονός
Σάββατο 2/10. Ώρα 18.30 απογευματινή.
Ως κάτοικος Καισαριανής εδώ και 13 συναπτά έτη αποφασίζω να απολαύσω μια βόλτα στο άλσος του Σκοπευτηρίου, συμπεριφορά και επιλογή συχνή και καθημερινή για πολλούς και πολλές που κατοικούν στη Καισαριανή και τις γύρω περιοχές. Τουλάχιστον, για όσους επιλέγουν να περνούν τον όποιο ελεύθερο χρόνο τους απέμεινε σε πάρκα και πλατείες, παρέα με ανθρώπους και ζώα, αναζητώντας την απόλαυση στο διάβασμα, στο περίπατο, στο τρέξιμο, στην επικοινωνία , στην επαφή με τη φύση και κάνοντας οτιδήποτε χωρίς την ανάγκη να καταναλώνουν, να πληρώνουν εισόδους, αντίτιμα κ.α.
Το Σκοπευτήριο, όμως ,την ημέρα αυτή έχει αλλάξει και έχει μεταμορφωθεί σε κάτι τερατώδες. Σε κάτι που κανένας και καμία από όσους-ες αγωνίστηκαν γι’ αυτό, δεν είχε φανταστεί ότι μπορεί να μεταμορφωθεί. Συγκεκριμένα, στο Σκοπευτήριο πρόκειται να οργανωθεί ομιλία του πρωθυπουργού Τσίπρα με αφορμή…την παραχώρηση του Σκοπευτηρίου στον Δήμο Καισαριανής. Ο χώρος έχει μονομιάς υποστεί μια βίαιη (έστω και προσωρινή) ανάπλαση: σε κάθε είσοδο του στέκουν πολυάριθμοι μπάτσοι κάθε σώματος, μπροστά στο μνημείο των 200 εκτελεσμένων αγωνιστών τον Μάη του 1944 έχουν τοποθετηθεί διαχωριστικές μπάρες, για κάθε δέντρο του άλσους αντιστοιχεί «διακριτική φύλαξη» 2 ασφαλιτών (!!!) ενώ έχουν στηθεί παντού προβολείς και μεγαφωνικές, απαραίτητες για το μεγάλο γεγονός.
Όμως, έχουν αλλάξει και οι άνθρωποι. Γύρω μου βλέπω μόνο αγνώστους. Όλες οι γνώριμες φιγούρες του Σκοπευτηρίου, οι νεολαίοι, οι νέοι γονείς με τα καροτσάκια, οι πιο μεγάλοι περιπατητές, οι νεότεροι αθλούμενοι, οι περίφημοι «σκυλάδες» του Σκοπευτηρίου απουσιάζουν. Ο χώρος έχει ερημώσει από το κουβεντολόι και τα γέλια, τις τσιρίδες και τα κλάματα, τη ζωντανή και απρόβλεπτη δραστηριότητα των ανθρώπων που ζουν καθημερινά στο Σκοπευτήριο. Εντοπίζω μόνο λίγες από αυτές τις γνωστές φιγούρες, εξορισμένες μακριά από εκεί που συχνάζουν καθημερινά. Οι χώροι τους έχουν αποικηθεί από μπάτσους, δημοσιογράφους και, κυρίως, μερικές δεκάδες ασπρογιακάδες και κοστουμάτους, μερικές δεκάδες κυρίες με βραδινές τουαλέτες και χλιδάτα φορέματα. Οι φάτσες και οι συμπεριφορές τους μου είναι παντελώς άγνωστες, τόσο που μου προκαλούν δυσφορία. Νιώθω παρών σε κάτι μεταξύ προεκλογικής εκδήλωσης και επιχειρηματικό gala. Ό,τι συμβαίνει γύρω μου δεν θυμίζει τίποτα από αγώνες, μνήμη, συνείδηση, ελευθερία, όλα αυτά τα οποία έχουν συνδεθεί με την ιστορία του Σκοπευτηρίου. Ουσιαστικά, οτιδήποτε απλό, ανθρώπινο και καθημερινό έχει εξοβελιστεί. Αντίθετα, γύρω μου βλέπω έναν κίβδηλο πολιτισμό, μια φτηνή και στημένη γελοιότητα, μια αληθινή αναπαράσταση του πολιτισμού της εξουσίας. Προς στιγμήν, σκέφτομαι ότι δεν πρόκειται για τελετή παραχώρησης του Σκοπευτηρίου αλλά τελετή παραχάραξης της ιστορίας του και παραβίασής του ως ελεύθερου χώρου. Σκέφτομαι ότι μετά το μουσείο που φτιάξανε στο Σκοπευτήριο , τώρα ετοιμάζουν και το νεκροταφείο του. Μάλιστα, νιώθω ότι ήδη βρίσκομαι στην τελετή εκταφής του.
Αποφασίζω, αναγκάζομαι να αποφασίσω την απομάκρυνση μου, την προσωρινή μου εξορία από εκεί που συχνάζω και στέκομαι καθημερινά. Πηγαίνω απέναντι, σε απόσταση 60 μέτρων από αυτό το πανηγύρι με σκοπό να διαβάσω το βιβλίο μου. Συμπτωματικά, κρατώ το «Αστείο» του Μ. Κούντερα όπου ο ήρωας περιγράφει την ερήμωση των λέξεων, των εννοιών και των ανθρώπινων σχέσεων στη Τσεχία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Μια ερήμωση που δεν επιτρέπει καν τα αστεία. Για ένα τέτοιο σαρκαστικό αστείο προς την κομμουνίστρια-αγαπημένη του, ο ήρωας θα διωχθεί από το Κόμμα θεωρώντας ότι το αστείο του προσβάλλει την…σοσιαλιστική επανάσταση(!). Κάθομαι κάτω από ένα δέντρο για να στηρίζομαι όσο διαβάζω. Πριν καν ολοκληρώσω 2 σελίδες, με πλησιάζουν 3 τύποι με την τυπική ενδυμασία του ασφαλίτη: ασορτί όλοι τους με τζιν, κολλητές μπλούζες να φαίνονται τα μπράτσα, γυαλιά ηλίου και τσαντάκια μέσης. Με ρωτούν απευθείας, χωρίς να με καλησπερίσουν, αν έχω τα στοιχεία μου. Τους απαντώ θετικά και τους ρωτώ ποιοι είναι. «Της κρατικής ασφάλειας, κύριε» μου απαντούν και ζητούν την ταυτότητά μου. Τους ρωτώ για ποιο λόγο ζητούν τα στοιχεία μου, αν έχει συμβεί κάτι έκνομο στην ευρύτερη περιοχή και αν φαίνομαι ύποπτος για κάποιο παράπτωμα. Αφού περικυκλώνουν εμένα και το δέντρο που στηρίζομαι, ένας εξ αυτών μου ξαναζητά τα στοιχεία μου λέγοντάς μου ότι «υπάρχει και κακός τρόπος να πάρουμε τα στοιχεία σου». Του απαντώ κοφτά να τον δοκιμάσει αν τολμά. Μαζεύεται. Στην παρέα μας προστίθενται 2 ένστολοι μπάτσοι, ο ένας εξ αυτών μου συστήνεται ως ο επικεφαλής του Α.Τ. Καισαριανής. Ο συγκεκριμένος μου κλείνει το μάτι (!!!) σα να γνωριζόμαστε από κάπου και μου λέει να μην κάνω σκηνή αφού πρόκειται για έναν τυπικό έλεγχο. Τους απαντώ ότι ο έλεγχος δεν είναι καθόλου τυπικός αφού γίνεται μόνο σε μένα ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους γύρω μας και τους δίνω την ταυτότητά μου. Ενώ ο επικεφαλής τείνει το χέρι του να την πάρει, την αρπάζει ο πιο «σκληρός» της κρατικής ασφάλειας. Μου ζητά να σηκωθώ και να τους ακολουθήσω. Τους εξηγώ ότι πέραν από την διακοπή του διαβάσματός μου, μου προκαλεί δυσφορία το γεγονός ότι βρίσκομαι περικυκλωμένος από 5 μπάτσους σε έναν χώρο που συχνάζω καθημερινά. Μου απαντούν ότι «θα τα πούμε στο Τμήμα». Καθώς σηκώνομαι, πλησιάζει μια φιγούρα ενός 50άρη γκριζομάλλη ο οποίος χτυπά φιλικά τον έναν μπάτσο στην πλάτη. Τον κοιτώ αποσβολωμένος και μου λέει «νεαρέ, μην κοιτάς. Για να σε ελέγχουν οι κύριοι, κάποιο λόγο θα έχουν». Τον πλησιάζω και τον ρωτάω «ποιος είστε, κύριε;». Μου απαντά «εγώ ποιος είμαι; Εγώ είμαι γέννημα θρέμμα Καισαριανιώτης! Εσύ ποιος είσαι;». Διατηρώ την ψυχραιμία μου, του γνωστοποιώ το ονοματεπώνυμό μου και του λέω ότι είναι τιμή του που είναι γέννημα θρέμμα Καισαριανιώτης. Τον ρωτώ και εγώ το όνομά του. Αρνείται να απαντήσει και απομακρύνεται με απαξιωτικό ύφος. Σύντομα, αντιλαμβάνομαι ότι η προσαγωγή μου έγινε καθ’ υπόδειξην του κυρίου αυτού που 1η φορά είδα μπροστά μου. Για κάποιον σατανικό λόγο, θυμάμαι ακόμα πολύ καλά τη φιγούρα του.
Συνοδευόμενος μακριά από τη συγκέντρωση του πλήθους, προσεγγίζουμε τη νότια είσοδο του Σκοπευτηρίου. Λίγο πριν την έξοδο, μπροστά μου περνούν διάφοροι υπουργοί της κυβερνώσας αριστεράς, επίσης συνοδευόμενοι από 5-6 ασφαλίτες έκαστος. Δρίτσας, Χριστοδουλοπούλου, Αλεξιάδης, Σκουρλέτης. Σταματώ τον υπουργό ναυτιλίας Δρίτσα και τον ρωτώ «για την ξεφτίλα που οργανώνετε πρέπει να προσαχθούν όσοι συχνάζουν στο Σκοπευτήριο;». Ξαφνιασμένος, κοιτά απευθείας τους μπάτσους «μου» και ρωτά «είναι ανάγκη να υπάρξει έλεγχος πολιτών;». Δίπλα του η πρώην υπουργός Τασία Χριστοδουλοπούλου, πρώην μέλος της Κ.Ο.Μαχητής, πρώην «αγωνίστρια για τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα», δεν σηκώνει το βαριεστημένο βλέμμα της από το iphone της. Συνεχίζουμε το μονοπάτι προς την νότια είσοδο του Σκοπευτηρίου που οδηγεί στην οδό Ηρώων Σκοπευτηρίου. Ξαφνικά, με κάπως υποσυνείδητο τρόπο εισβάλλουν στο μυαλό μου εικόνες από το παρελθόν. Εικόνες που έχω διαβάσει και έχω ακούσει περιγραφές τους. Οι μαρτυρίες αυτές μιλούν για τα καμιόνια με τους 200 εκτελεσμένους να κατεβαίνουν το ίδιο μονοπάτι που τώρα πατώ, για το αίμα των 200 αγωνιστών που έβαψε την μετέπειτα οδό Ηρώων Σκοπευτηρίου και χρόνια έκανε να ξεβάψει μαζί με τις μνήμες, για το πλήθος των γυναικών που έραιναν με γαρύφαλλα τα καμιόνια. Τώρα, εν έτει 2016, σε ένα αστυνομοκρατούμενο Σκοπευτήριο, μια χούφτα παρφουμαρισμένα ανδρείκελα προσπαθούν να κρύψουν την βρώμα του και ανεβαίνουν ΑΝΑΠΟΔΑ το μονοπάτι αυτό, την οδό Ηρώων Σκοπευτηρίου συνοδευόμενα από τους απογόνους των εκτελεστών των 200 αγωνιστών. Καμία τραγική ειρωνεία, καμία ιστορική φάρσα. Η αλήθεια ολόκληρη κατά πρόσωπο. Κι όποιος δεν τη βλέπει, απλά θα πέσει πάνω της. Εύχομαι η πρόσκρουση να’ ναι αρκετά δυνατή.
Στην έξοδο πλέον, κάτω από την επιγραφή «Το θυσιαστήριο της Ελευθερίας» περικυκλωμένος από καμιά 40ρια μπάτσους, οδηγούμαι στο περιπολικό. Αφού με ρωτούν γιατί με πιάσανε(!), μου λένε ότι οι ίδιοι είναι «ταξιτζήδες» και ότι κάνουν ότι τους πουν οι ανώτεροι. Μου πέρασε για λίγο η εικόνα του πονηρού ταξιτζή που μερικές φορές διαλέγει επιβάτες για να βγάλει παραπάνω κούρσες αλλά την απώθησα γρήγορα. Δεν προέβην σε συγκρίσεις για λόγους αυτοσυντήρησης. Στο φανάρι της Εθν. Αντιστάσεως και Υμηττού, κατάλαβα ότι δεν πάμε στο Α.Τ.Καισαριανής και στην ερώτησή μου γι’ αυτό μου απαντούν ότι «πάμε ΓΑΔΑ, φίλε!». Αστραπιαία θυμήθηκα τον επικεφαλής του τμήματος Α.Τ.Καισαριανής να μιλά στο αυτί του μπάτσου-οδηγού-ταξιτζή πριν επιβιβαστεί στο περιπολικό. «Μου την έφερε ο παλιάνθρωπος!» σκέφτηκα και τον θυμήθηκα να μου κλείνει το μάτι νωρίτερα. Μικρός άνθρωπος, σκέφτηκα. Έπρεπε να «κάνει τη δουλειά του» λέγοντας ψέματα. Φτηνός άνθρωπος, σκέφτηκα. Έπρεπε να απεκδυθεί τις ευθύνες του πίσω από μια στολή και μέσα στην ανωνυμία του. Φοβισμένος άνθρωπος, σκέφτηκα. Από τους ανθρώπους που δεν τους λυπάσαι. Από τους ανθρώπους που ελπίζεις ότι η ιστορία θα σταθεί γενναία μαζί σου και κάποια στιγμή θα τους «απαλλάξεις από τα καθήκοντά τους».
Η παραμονή μου στη ΓΑΔΑ διήρκησε 2 ώρες. Οι ενοχλητικές ερωτήσεις των μπάτσων και η γραφειοκρατική δυσωδία του κτιρίου μου είναι γνώριμες, έτσι δεν βασανίστηκα ιδιαίτερα. Επιπλέον, άδραξα την ευκαιρία να κάνω αυτό που είχα σκοπό: να διαβάσω το βιβλίο μου. Έστω και «προσωρινά κρατούμενος» στον 6ο όροφο της ΓΑΔΑ, στην «προστασία πολιτεύματος», ένιωσα την άνεση να διαβάσω και να σκεφτώ ελεύθερα. Παράλληλα, η συντρόφισσα που αξιοποιώντας την ιδιότητα της δικηγόρου με αναζήτησε, της ανακοινώθηκε ότι «ο κύριος θα κρατηθεί και θα ελεγχθεί, έχει φάκελο και έχει ξαναπασχολήσει την υπηρεσία μας». 2 ώρες μετά αφέθηκα «ελεύθερος», συνάντησα τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μου και αμέσως κάναμε τα πρώτα αστεία για να σπάσει η κούραση μας. Ευτυχώς, οι εποχές μας τα επιτρέπουν ακόμα. Μάλλον καλύτερα, τα επιβάλλουν όσο ποτέ άλλοτε.
Οι προεκτάσεις
Εδώ και 13 χρόνια συμμετέχω συνειδητά στους κοινωνικούς- ταξικούς αγώνες της εποχής μου, στις τοπικές αντιστάσεις που έχουν ορθωθεί με πολύμορφο τρόπο όλα αυτά τα χρόνια στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Εδώ και 13 χρόνια, παλεύω καθημερινά μέσα από την ενεργό μου δράση στο ευρύτερο αναρχικό κίνημα και πιο συγκεκριμένα στην έκφραση που παίρνει αυτό στις γειτονιές του Βύρωνα, της Καισαριανής, του Παγκρατίου. Όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε κοινωνικό/σπουδαστικό/εργασιακό χώρο που έχω βρεθεί δεν κάθομαι ήσυχος. Φροντίζω να συμβάλλω με κάθε τρόπο και μέσο στην συλλογική, αυτοοργανωμένη κι ρηξιακή έκφραση και υπεράσπιση των αναγκών και των επιθυμιών των «από κάτω» αυτού του κόσμου. Από τη θέση αυτή και με την στάση μου, εκτιμώ ότι συμβάλλω στην επαναστατική διαδικασία της διαρκούς κοινωνικής χειραφέτησης απέναντι στον κόσμο των εξουσιών, της ετερονομίας, των έμφυλων/φυλετικών διαχωρισμών, ενάντια στην κυριαρχία κράτους και αφεντικών,
Η επιλογή μου αυτή, μεταξύ άλλων, μου έχει χαρίσει και πολλές εμπειρίες προσαγωγών. Για την συμμετοχή μου στις δράσεις του αναρχικού κινήματος, για την συμμετοχή μου στις φοιτητικές αναταραχές του 2006-7, για «παράνομη αφισοκόλληση και αναγραφή συνθημάτων», για την αντιφασιστική δράση, για την «κατάληψη γραφείων πολιτικού κόμματος (ΔΗΜΑΡ,2013), για την υπεράσπιση μεταναστών ή νεολαίων απέναντι στην αστυνομική βαρβαρότητα και άλλα πολλά. Παράλληλα, ο «προσωπικός μου φάκελος» ίσως να φουσκώνει παραπάνω λόγω της συνειδητής μου επιλογής να υπερασπιστώ πολιτικά τους συντρόφους μου ακόμα και στο εδώλιο των ειδικών δικαστηρίων του Κορυδαλλού που αποτελεί ιστορικό πρότυπο παρακολούθησης και φακελώματος από τους διωκτικούς μηχανισμούς
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ποτέ δεν βρέθηκα μόνος και ποτέ δεν βρέθηκα στη θέση του ουδέτερου. Ήμουν πλάι σε συντρόφους και συντρόφισσες, έχοντας πλήρη επίγνωση των πράξεών μου και αναλαμβάνοντας πλήρως την πολιτική ευθύνη αυτών. Ουσιαστικά, απέναντι στο στρατόπεδο των μηχανισμών του κράτους υπήρξα συνειδητά ένοχος. Όμως, το Σάββατο 2/10 υπήρξα αφελής.
Νόμισα έστω και μια στιγμή ότι μπορώ να υπάρξω ουδέτερος. Αγνόησα ότι το κράτος και οι μηχανισμοί του με έχουν ήδη κατατάξει στους κόλπους των ενόχων και πλέον δεν μπορώ ούτε να θεωρηθώ ουδέτερος ούτε να υπερασπίσω την οποιαδήποτε «αθωότητά» μου. Ξέχασα πως για το κράτος και τους μηχανισμούς του, είμαι ήδη καταδικασμένος. Αυτή ακριβώς είναι η κρατική βία που ξερνούν οι άθικτοι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων της «πρώτης φοράς αριστεράς». Φάκελοι που υπάρχουν ανεξαρτήτως αποχρώσεως της εξουσίας ακριβώς για να διογκώνεται ο κατάλογος των καταδικασμένων που δεν τους απαγγέλλεται ποινή. Για να διογκώνεται ο κατάλογος των ομήρων.
Υπήρξα αφελής διότι έστω και για μια στιγμή θεώρησα ότι σε μια περιοχή που έχει κηρυχθεί κατάσταση εξαίρεσης, μπορούν να υπάρχουν ουδέτεροι άνθρωποι και ουδέτερες επιλογές. Κι όμως, στις 2/10 στο Σκοπευτήριο, ημέρα που η ξεφτιλισμένη αριστερά έστηνε ένα επικοινωνιακό πανηγύρι επειδή, άκουσον-άκουσον, δήθεν παραχωρεί το Σκοπευτήριο «στο Δήμο και τον λαό της Καισαριανής», η παρουσία όσων ζουν πραγματικά και έχουν αγωνιστεί για το Σκοπευτήριο, έχουν υπερασπιστεί την ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτό καθώς και την ιστορική μνήμη των αγώνων που κουβαλά, ήταν εχθρική και ανεπιθύμητη. Εξ ού και όλοι αυτοί οι άγνωστοι και οι άγνωστες που συνάντησα στο Σκοπευτήριο το απόγευμα εκείνο. Ουσιαστικά, χωρίς να το καταλάβω πήγα κάπου που όχι μόνο ήμουν απρόσκλητος αλλά στα μάτια κάποιων θεωρήθηκα και επικίνδυνος. Δεν μπορώ μετά από όλη αυτή την εμπειρία, αυτό να το κρατήσω και να το θεωρήσω τιμή μου. Βέβαια, παράλληλα, δεν κρύβω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν που έπαιξε τον ρόλο του πληροφοριοδότη. Αυτός ο κύριος, ένας ακόμα κουκουλοφόρος στην ιστορία της Καισαριανής, δεν θα μείνει στη σκιά της ιστορίας. Θα κάνω ότι περνά και από τα 2 μου χέρια ώστε το όνομά του και η παρουσία του να μείνουν στην ιστορία ως αυτό που πραγματικά είναι: ως ένας χαφιές και ρουφιάνος των κρατικών-αστυνομικών μηχανισμών. Και η ιστορία ξέρει πολύ καλά να περιποιείται τέτοια υποκείμενα. Και η Καισαριανή ξέρει πολύ καλά από τέτοιες ιστορίες.
Ε, λοιπόν η θέση όλων αυτών: των υπουργών και των μπάτσων τους, των αριστερών εξαπτέρυγων και των γελοίων ψηφοφόρων τους, των χαφιέδων και των ρουφιάνων, δεν είναι στο Σκοπευτήριο. Η θέση βρίσκεται στη άλλη άκρη της Καισαριανής, στα σύνορα με τα Ιλίσια (άλλοτε Κουπόνια): στο άλλοτε βρώμικο ρέμα του Ηριδανού μαζί με τα βρόχινα νερά, τις λάσπες και τις ακαθαρσίες που πέταγαν οι πρόσφυγες από τις πρωτόγονες πλίθινες κατοικίες τους ελλείψει αποχετεύσεων. Ρέμα που κάποτε μετατράπηκε σε αποχέτευση και τώρα λειτουργεί ως υπόγειος υπόνομος. Μπαζωμένος κάτω από τις 6οροφες πολυκατοικίες που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια των προσφυγικών γειτονιών της Καισαριανής από τότε που οι αριστεροί δήμαρχοί της προωθούσαν τον πολιτισμό της αντιπαροχής και «έκαναν αγώνες» για να ανέβει ο συντελεστής δόμησης ως τον ουρανό! Είναι οι ίδιοι δήμαρχοι που εδώ και δεκαετίες δήθεν πρωταγωνιστούσαν στον αγώνα για να φύγει η Σκοπευτική από το Σκοπευτήριο βάζοντας μπροστά τους δημοτικούς υπαλλήλους και τα συνεργεία του Δήμου. Είναι οι ίδιοι τύποι που ο καθένας με τον τρόπο του επιχείρησε να εξαργυρώσει το κατιτίς από τον «αγώνα» αυτόν με το βλέμμα στραμμένο σε καρέκλες και οφίτσια, κομματικά και αυτοδιοικητικά. Ε λοιπόν, όλοι αυτοί οι τύποι και ο πολιτισμός τους ανήκουν στους υπονόμους της ιστορίας, σαν αυτόν του Ηριδανού.
Το Σκοπευτήριο, οι ελεύθεροι χώροι, κάθε δρόμος και σπιθαμή αυτής της πόλης, η ιστορία ολόκληρη, δεν παραχωρούνται από κανέναν, από καμία εξουσία, από κανέναν επαγγελματία χειραγωγό. Όλα κερδίζονται με αγώνες και με αγώνες υπερασπίζονται και διευρύνονται. Γι’ αυτό να’ χουμε το νου μας όταν θα έρθουν να μας ζητήσουν ή να μας παραχωρήσουν κάποιο κομμάτι από τη ζωή μας και την ιστορία μας. Να φύγουν με άδεια χέρια ή και χωρίς αυτά, αν χρειαστεί. Ας μην ξεχνάμε τα λόγια ενός αιρετικού Καισαριανιώτη.
«Να δείτε που στο τέλος θα το κάνουν οικόπεδα - έξι μέτρα φάτσα και δώδεκα βάθος το καθένα, τσίμα τσίμα όσο επιτρέπεται για να είναι άρτιο. Για οικόπεδα θα συμφωνήσουνε όλοι…Πιθανόν να μείνει κι η ονομασία "Σκοπευτήριο", ουδέτερα όμως, χωρίς καμία ειδική σημασία, αλά πλατεία Συντάγματος, θα φέρνει στα μυαλά των ανθρώπων τους αργόσχολους που κάναν βολή σε χάρτινους στόχους, σε πιατάκια πήλινα και σε περιστέρια. Σε ανθρώπους, ποτέ. Κατά τη γερμανική κατοχή; Μα συνέβηκε ποτέ τέτοιο πράγμα;»
Μάριος Χάκκας, Σκοπευτήριο Καισαριανής, 1972
ΥΓ. «Και όλα αυτά για μια απλή προσαγωγή, ρε φίλε;» θα πει κάποιος-α. Δίκιο έχει. Το έγκλημα δεν είναι η προσαγωγή. Είναι όλα τα υπόλοιπα.
Γιάννης Α., Οκτώβρης 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου