Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΕΓΚΛΩΒΙΣΤΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΦΡΑΧΤΕΣ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΕΙΣ


  Author: kartesios
«“Εβρος αδιάβατος” – το μήνυμα εστάλη» και ταυτόχρονα «Συλλήψεις 43.000 λαθρομεταναστών»


Παρακάμπτω το γεγονός ότι σε αρκετά σημεία τα δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν την ίδια ημέρα, στην ίδια εφημερίδα, αλληλοαναιρούνται. Πρόβλημά τους. Το δικό μου πρόβλημα έχει σχέση με τον εφιαλτικό τίτλο ««“Εβρος αδιάβατος” – το μήνυμα εστάλη».

Διότι ίσως υπάρξει μια μέρα που η FrankfurterAllgemeine θα καθησυχάζει τους αναγνώστες της γράφοντας σε άρθρο της: «ένα ατσάλινο τείχος συνολικού μήκους 42 χιλιομέτρων, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη εμποδίζει την εισροή παράνομων μεταναστών από την ευάλωτη “νοτιοανατολική αυλή” της» – όπως γράφει σήμερα η «Καθημερινή». Και σε εκείνο το άρθρο, ίσως το «παράνομοι μετανάστες» δεν θα αναφέρεται σε Σύρους και Αφγανούς, αλλά σε Έλληνες και Ισπανούς.

Διότι ίσως υπάρξει μία μέρα που δεν θα είναι ο Έβρος ο οποίος «θα δεχθεί και πάλι ισχυρή πίεση από δυστυχισμένους που θα αναζητούν στον ήλιο μοίρα και τότε τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα»- όπως γράφει σήμερα η «Καθημερινή». Ίσως να είναι κάποιο ποτάμι που θα χωρίζει την «υγιή Ευρώπη» από το αρρωστημένο νοτιοανατολικό της σκουπιδότοπο βιομηχανικών αποβλήτων.

Διότι ίσως υπάρξει μία μέρα που θα «οχυρωθούν τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα» των χωρών του ιερατείου της Ε.Ε. τόσο αποτελεσματικά, ώστε να μη μπορεί να περάσει εντός τους ούτε ένα ζευγάρι φτηνά εργατικά χέρια από τη νοτιοανατολική αυλή της Ευρώπης. Επειδή αυτά τα χέρια θα είναι πολύτιμα μόνο για όσο είναι φτηνά. Όταν θα θελήσουν να γίνουν ελεύθερα θα έχει το δικαίωμα το κάθε Λιμενικό και η κάθε Αστυνομία του ιερατείου να τα πυροβολεί ή να τα πνίγει.

Διότι όταν δεν πολεμάς το Κακό αλλά τις επιπτώσεις του, τότε είναι πολύ πιθανόν να γίνεις στα ξαφνικά μία επίπτωση του Κακού για το οποίο αδιαφόρησες. Να γίνεις κι εσύ ένα ανώνυμο πτώμα στο βυθό κάποιας θάλασσας. Να γίνεις ένας ξύλινος και πρόχειρος σταυρός που θα έχει πάνω του μόνο κάποιον αριθμό, σε κάποιο άγνωστο βουνό.

Διότι όταν χτίζεις ένα φράχτη δεν είσαι εσύ που θα αποφασίσεις από ποια μεριά του φράχτη θα ζήσεις. Θα το αποφασίσει εκείνος που σ’ έβαλε να χτίσεις τον φράχτη. Εν ολίγοις, όταν αρχίζεις να χτίζεις φράχτες από δω κι από κει πρόσεξε μήπως τελικά χτίζεις τη φυλακή σου.

Για μια μεγάλη δημοκρατική, πατριωτική παράταξη;Όχι, ευχαριστώ!

 Του Χρήστου Λάσκου


                            


Όχι, ευχαριστώ!


Και εξηγούμαι, ξεκινώντας από τον πρώτο, τον τυπικό λόγο: σε ό,τι αφορά το ΣΥΡΙΖΑ, η συγκεκριμένη διατύπωση δεν αντιστοιχεί όχι στο γράμμα, αλλά, όπως κι αν μεθερμηνευτεί, ούτε στο πνεύμα των συνεδριακών του αποφάσεων. Σε καμία περίπτωση, απολύτως.

Αντίθετα, οι συνεδριακές διατυπώσεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια. Είναι σαφείς και ευκρινείς όσο δεν παίρνει. Ο στόχος είναι η οικοδόμηση του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με όχημα το οποίο θα επιδιωχθούν οι κοινωνικές συμμαχίες που θα αποτελέσουν το θεμέλιο για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Μια κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας, βεβαίως, που σημαίνει κυβέρνηση με κατεξοχήν έργο το σταμάτημα της κοινωνικής καταστροφής και την εκκίνηση της ανθρωπιστικής αποκατάστασης. Που σημαίνει, δηλαδή, σαφείς κοινωνικοταξικές προτεραιότητες και πολύ έντονη μεροληψία. Άρα, ξανά, κυβέρνηση της Αριστεράς και όχι δημοκρατικο-πατριωτική παράταξη. Με πρώτο το κριτήριο της κοινωνικής εκπροσώπησης των φτωχών, των εκμεταλλευόμενων, του κόσμου της εργασίας και, πάνω σε αυτό στηριγμένη, την κοινωνική συμμαχία με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται στην κρίση. Το «πατριώτης», άλλωστε, αδυνατώ να καταλάβω τι σημαίνει στην παρούσα συνθήκη.

Δεύτερον, καλέσματα του είδους αυτού –για μια μεγάλη δημοκρατική, πατριωτική παράταξη!- είναι προφανώς παρωχημένα. Δεν είμαστε ούτε στο ’40 και σε συνθήκες στρατιωτικής κατοχής, ούτε στο ’70, σε συνθήκες παπανδρεϊκής εκμετάλλευσης των αισθημάτων της εαμικής γενιάς. Είμαστε στο 2014 και έχουμε να αντιμετωπίσουμε όχι εθελόδουλους και κουίσλιγκς, αλλά καπιταλιστικά καθάρματα, που προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους, δηλαδή τα κέρδη και τις ιδιοκτησίες τους, είναι αποφασισμένοι να εξοντώσουν και δυό και τρεις γενιές εργαζομένων. Το θέμα, λοιπόν, είναι η δημιουργία της μεγάλης «παράταξης» των ανέργων, των νέων χωρίς μέλλον, των γυναικών που δουλεύουν 12 ώρες και πληρώνονται, όταν πληρώνονται, για 4. Αυτό είναι το επίκαιρο αίτημα, που στρεβλώνεται και αποπροσανατολίζεται από τις πατριωτικές εγκλήσεις.

Τρίτον, αλλά όχι έσχατο, το κάλεσμα για μια μεγάλη δημοκρατική, πατριωτική παράταξη, παρότι νομίζουν οι χρήστες του, δεν είναι ούτε καν εκλογικά αποτελεσματικό. Καταρχήν γιατί είναι ασαφές και ολοκληρωτικά απροσδιόριστο: χωράει τους πάντες και δεν δεσμεύει κανέναν και για τίποτε. Μπορείς, θέλω να πω, να είσαι με την Ελλάδα –και με τη Νέα, μάλιστα- και όχι με τη Μέρκελ (!), αλλά να ξεζουμίζεις μια χαρά τις υπαλλήλους σου στο εμπορικό, μπορείς να δακρύζεις για τη «χώρα», αλλά να ξεσκίζεις μετανάστες στην εκμετάλλευση.

Αυτή η έγκληση δεν φτιάχνει τις σωστές, για την Αριστερά και τους εκμεταλλευόμενους, διαχωριστικές. Και γι’ αυτό, εκτός του ό,τι αφήνει τους δημοκράτες πατριώτες να ψηφίζουν «κεντροδεξιά» ή «κεντροαριστερά», κάνει και αδιάφορους στο μήνυμα όλους όσους κατεξοχήν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρουν με πρώτους τους άνεργους. Ενώ η εκλογική δυναμική, ακόμη και με όρους ρεάλ πολιτίκ, εδώ είναι που παίζεται.

Θέλουμε κυβέρνηση της Αριστεράς; Ας τα δώσουμε όλα για να πείσουμε το 80% των ανέργων και άλλο τόσο των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα να μας ενισχύσουν. Ας τους πείσουμε πόσο πολλά μπορεί να κάνει η κυβέρνηση της Αριστεράς γι’ αυτούς μαζί τους.

Έτσι και μόνο έτσι μπορεί η ριζοσπαστική Αριστερά να νικήσει. Και είναι τόσο προφανές που απορώ γιατί χρειάζεται διαρκώς να επανερχόμαστε. Πολύ περισσότερο, που το υπογραμμίζουν δεόντως και οι συνεδριακές μας αποφάσεις.
http://alterthess.gr/
 

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους, του Χριστόφορου Βερναρδάκη

Υπάρχουν τρία μεγάλα διλήμματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη συγκρότηση του εναίου κόμματος εδώ και ένα χρόνο έως και σήμερα, λίγες ημέρες μετά το τεστ των ευρωεκλογών και των δημοτικών/περιφερειακών εκλογών. Θα προσπαθήσω να τα απαντήσω όσο το δυνατόν πιο καθαρά. Δεν ξεκινώ κατ’ανάγκην από το σημαντικότερο,
υπογραμμίζω όμως ότι και τα τρία έχουν μεγάλη μεταξύ τους συσχέτιση και αλληλεξάρτηση.


    


Δίλημμα Νο 1:
Επιασε ο ΣΥΡΙΖΑ «ταβάνι» στην ευρωεκλογές ή όχι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξόχως κρίσιμη, γιατί συνεπάγεται μια αντίστοιχη εκλογική στρατηγική (βεβαίως, πολλές φορές η «απάντηση» προϋπάρχει και «χρησιμοποιεί» τα στοιχεία κατά το δοκούν. 
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).Αν κάποιος απαντήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε «ταβάνι» μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα μια στρατηγική «προσέλκυσης» μετριοπαθών ψηφοφόρων, επομένως μια προγραμματική μετακίνηση προς το «ρεαλισμό». Αν συμβεί αυτό τότε διαμορφώνεται μια οιονεί ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης συναίνεσης με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα σκεπτικού αποτελεί σήμερα την κεντρική ερμηνευτική και πολιτική διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος που προβάλλει τo «σύστημα διακυβέρνησης».

Κεντρική στρατηγική του είναι να «σύρει» τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τυπικά εκλογικίστικη στρατηγική, και εφόσον το καταφέρει, να εκμεταλλευτεί τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, την ιδεολογία και τη δομή του κόμματος προς όφελός του.

Το «σύστημα διακυβέρνησης» γνωρίζει κάτι που πολλές φορές και στο εσωτερικό ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμάται, ή
αγνοείται. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: 
Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αναδειχτεί σε κυρίαρχο κόμμα όχι γιατί «μετακινήθηκε» προς το κέντρο, αλλά γιατί, αντίθετα, με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά.

Επιβάλλεται λοιπόν για το σύστημα να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ακριβώς αντίστροφη κίνηση. Να μετακινηθεί ο ίδιος προς το «κέντρο», γιατί αν δεν γίνει αυτό θα μετακινείται το
«κέντρο» όλο και πιο αριστερά και το συγκρότημα εξουσίας θα χάνει και κοινωνικές προσβάσεις, αλλά και παραδοσιακές «τάξεις-στηρίγματα» που πάντοτε διέθετε (μεσαοστικά και μικροαστικά στρώματα).

Ο ΣΥΡΙΖΑ για να έχει στις σημερινές συνθήκες μια επιτυχημένη εκλογική και νικηφόρα στρατηγική οφείλει να
κάνει το αντίθετο από αυτό που «σκέφτονται» οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος. Καταρχήν πρέπει να γνωρίζει ότι το εύρος της εκλογικής του επιρροής βρίσκεται σήμερα, ακόμα, σε τροχιά ανόδου. Δεν έπιασε δηλαδή «ταβάνι».
Οι ευρωεκλογές έδειξαν, πρώτον, τη σταθεροποίηση σε
υψηλά ποσοστά της εκλογικής του δύναμης και, δεύτερον, τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ψήφου του. 
Και μάλιστα σε τύπο εκλογών β’τάξεως, δηλαδή σε εκλογές χωρίς διακύβευμα κυβέρνησης.
Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταθεροποιήσει και να εμβαθύνει την εκλογική γεωγραφία που σήμερα καταγράφει, και η οποία είναι μια εκλογική συμμαχία των μισθωτών και άνεργων στρωμάτων με τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί. 
Είναι πολύ πιο εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτήν την εκλογική κοινωνική συμμαχία και να της δώσει σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα, γιατί ξεκινά από θέση
μεγάλης υπεροχής. Αντίθετα, με δεδομένες τις συνθήκες της έντονης ταξικής και ιδεολογικής πόλωσης που επικρατούν σήμερα στη χώρα, είναι εντελώς αδύνατον να αποκτήσει αξιόλογα εκλογικά ακροατήρια στα αστικά στρώματα, και πολύ δύσκολο να διευρύνει θεαματικά τις προσβάσεις του στα μεσοαστικά στρώματα. 
Επομένως, ο τρόπος για να κερδίσει τις εκλογές και
να αυξήσει την εκλογική του δύναμη είναι να ενισχύσει τα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά του χαρακτηριστικά και να τα μορφοποιήσει σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των λαϊκών τάξεων.

Το συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι κατά τη γνώμη μου καθαρό.
Δεδομένου ότι οι οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε το Μνημόνιο όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά έχουν επιταθεί, η δέουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι να «κινηθεί» προς το «κέντρο», αλλά αντίθετα να παραμείνει προσηλωμένος στο πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη ανατροπή των δεδομένων και να
λειτουργήσει ως «κόμμα-μαγνήτης», ριζοσπαστικοποιώντας «κεντρώες» ή «κεντροαριστερές» ομάδες. 
Να μετακινήσει δηλαδή ολόκληρο το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος προς τα αριστερά, με άξονα ένα «καθαρό»πρόγραμμα, ταυτόχρονα, ανατρεπτικό και εφικτό.

Δίλημμα
Νο 2: 

 Τι είναι όμως πιο συγκεκριμένα αυτό το «πρόγραμμα»; Πώς μπορεί να υπάρξει αυτή η σύνθεση «ανατρεπτικότητας» και «εφικτότητας» στις σημερινές συνθήκες;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή υπέρβαση του διλήμματος που ταλανίζει το σύνολο της Αριστεράς, προφανώς και τον ΣΥΡΙΖΑ: χρειάζεται κυβερνητικό πρόγραμμα, ναι ή όχι, και αν ναι τι είδους πρόγραμμα είναι αυτό, αν όχι με τι μπορεί να αντικατασταθεί; Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα
στην κουλτούρα της Αριστεράς, συγκροτούνται πάνω στο ζήτημα αυτό –προφανώς με παραλλαγές και «πολυφωνίες»– δύο γενικές κουλτούρες.

Η πρώτη θεωρεί ότι το «πρόγραμμα» εξ’ορισμού σχεδόν αποτελεί μια «τεχνοκρατική» και «κυβερνητικίστικη» αντίληψη. Κατ’αυτήν, πρόγραμμα είναι τα κοινωνικά και
κινηματικά αιτήματα, και κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά «δεξιό ολίσθημα».
Η αντίληψη αυτή είναι αρχαϊκή. Τείνει να υποτιμά καταρχήν το ρόλο του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου των μαζών». Το κόμμα δεν είναι ένας απλός «μεταφραστής» ή «διαμεσολαβητής» των επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Το κόμμα είναι ο οργανισμός που ενοποιείκαι ολοκληρώνει τα επιμέρους αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή εναρμονίζει τις επιμέρους στοχεύσεις, ιεραρχεί προτεραιότητες στο χρόνο και στο χώρο, δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους ώστε να φτάσει στην
υλοποίησή τους. Κι’αυτό γιατί «πρόγραμμα» σημαίνει ουσιαστικά διαδικασία συγκρότησης και εμβάθυνσης κοινωνικών συμμαχιών. Απαιτεί επομένως, συγκεκριμένες και «βαριές» ενδεχομένως γνώσεις για τις κοινωνικές
διαστρωματώσεις, συγκεκριμένες ιδέες, αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση, κουλτούρα διαχείρισης εργαλείων, κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό και πολλά άλλα.

Η δεύτερη κουλτούρα εμφορείται θα έλεγε κανείς από την ακριβώς αντίθετη λογική. Το «πρόγραμμα» θεωρείται μεν απαραίτητο, αλλά εκλαμβάνεται ως ένα άθροισμα
«κοστολογημένων» και «ρεαλιστικών» μέτρων. 
Στην αντίληψη αυτή κινδυνεύει πολλές φορές να χαθεί το «μείζον» στρατηγικό διακύβευμα, ενώ η ανάγκη να ενσωματωθεί πλήρης και ισχυρή γνώση στη συγκρότηση του «προγράμματος» οδηγεί πολλές φορές στην υιοθέτηση μεθοδολογιών και ερωτημάτων του αντιπάλου. Στην ανάγκη να αναζητηθούν πρωτότυπες και έξυπνες λύσεις,
υποβιβάζεται ο ρόλος του κόμματος και των κοινωνικών αιτημάτων / κινημάτων, επειδή θεωρούνται «κλασικής» ή παραδοσιακής αντίληψης. 

Η δεύτερη αυτή κουλτούρα είναι εκ διαμέτρου φαινομενικά αντίθετη από την πρώτη, ωστόσο μοιάζει πολύ μαζί της. Το «πρόγραμμα» θεωρείται γραμμικό άθροισμα παρεμβάσεων ή στόχων. Δεν συνδέεται με το ζήτημα των κοινωνικών
συμμαχιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πρώτη κουλτούρα. Στην αντίληψη αυτή δεν είναι παρούσες οι κοινωνικές συμμαχίες, αλλά μόνον οι πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες όμως εκτρέπονται εύκολα σε εκλογικισμό και τακτικισμό.

Σε ένα κόμμα όμως όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα δεν είναι οι διαφορετικές κουλτούρες ή απόψεις. Το μεγάλο
πρόβλημα του «κόμματος» δεν είναι οι διαφορές, αλλά η «πολιτικοποίηση» των διαφορών. Η σαφής δηλαδή συναίσθηση και της συμφωνίας και της διαφωνίας, οι ακριβείς εννοιολογήσεις που πιθανόν υποκρύπτονται. 
Με άλλαλόγια, το πρόβλημα σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι άλλοι μεν συμφωνούν διαφωνώντας και άλλοι διαφωνούν συμφωνώντας. Αλλά σοβαρή σύνθεση και επομένως στρατηγική και τακτική δεν παράγεται υπό αυτές τις συνθήκες.

Ας διευκρινίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά ζητήματα, με την ελπίδα να αναπροσαρμοστεί η συζήτηση. «Πρόγραμμα»
δεν υπάρχει χωρίς την υλική δράση των μαζών. Επομένως τα κοινωνικά αιτήματα είναι παρόντα και οι κοινωνικές δυναμικές απαραίτητες. 

«Πρόγραμμα» δεν είναι ένα άθροισμα παρεμβάσεων και προτάσεων, πρόγραμμα είναι η υλική αποτύπωση των κοινωνικών συμμαχιών που εκφράζει ένα κόμμα.
Χωρίς αυτή τη άμεση σχέση πολύ απλά είτε δεν υπάρχει οργανισμός είτε μεταβάλλεται σε ένα άμορφο σχήμα. Π.χ. δεν είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς (που στηρίζεται στην κοινωνική συμμαχία των λαϊκών και
μεσαίων τάξεων)
να μην «κόψει το λαιμό» της για να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη, ανεξαρτήτως αν είναι «κοστολογημένο» ή όχι και ανεξαρτήτως αν θα έχει άλλου είδους κόστος ή όχι. Είναι άλλο πράγμα – και επιβάλλεται – να βρεις μεθοδολογικά και γνωστικά εργαλεία ώστε να μπορείς να εφαρμόζεις καλύτερα τις πολιτικές σου και άλλο πράγμα να μην τις εφαρμόζεις γιατί δεν βρήκες ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία ή τις «συνθήκες».

Βεβαίως, επίσης, «πρόγραμμα» είναι
και μια συνεκτική δομή μέτρων και αποφάσεων, ιεραρχημένων ανάλογα με τις
κοινωνικές ανάγκες και «απλωμένων» στο χρόνο, ανάλογα με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής τους. 
Το συμπέρασμα είναι σχετικά απλό. Το κυβερνητικό
«πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει δύο στοιχεία, άρρηκτα όμως μεταξύ τους: ανατρεπτικότητα και εφικτότητα, εφικτότητα και ανατρεπτικότητα.
Οχι το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορείς να έχεις ανατρεπτικότητα χωρίς εφικτότητα (διότι δεν θα απαντάς στις κοινωνικές σου δυνάμεις και στα άμεσα προβλήματά τους, άρα θα καταρρεύσεις), αλλά, επίσης, δεν μπορείς
να έχεις εφικτότητα χωρίς ανατρεπτικότητα (διότι τότε καθίστασαι ένας «διαχειριστής», ένας φορέας άνευ χρησιμότητας για τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπείς).

Δίλημμα Νο 3: 

Και τι θα γίνει με την ανάγκη διαμόρφωσης «πολιτικών συμμαχιών»;Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί «μόνος του» στο κομματικό σύστημα; Δεν έχει αυτονόητα ανάγκη από πολιτικές συμμαχίες;
Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα αυτό απαντάται με δύο τρόπους, ή καλύτερα με δύο παραλλαγές. Η πρώτη
παραλλαγή είναι η «στενότερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία, ένα «μέτωπο» των κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη παραλλαγή είναι η «πλατύτερη».
Κατ’αυτήν χρειάζεται μια συμπόρευση που ξεκινά από την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά. Φαινομενικώς η διαφορά τους είναι διαφορά εύρους. Ωστόσο και στις δύο παραλλαγές έχω τη γνώμη ότι γίνονται σημαντικές «αφαιρέσεις».

Η πρώτη προσέγγιση αυτήείναι μεν θεωρητικώς σωστή, αλλά πρακτικώς ανέφικτη και αναποτελεσματική. Είναι σωστή η ιδέα μιας συμπόρευσης της αριστεράς, όμως η υλική πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του
πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφώς πολύ πιο σύμμαχες δυνάμεις, αλλά ακόμα – δυστυχώς – ισχνές στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η παραλλαγή αυτή δεν απαντά
εμπράκτως στην ανάγκη πολιτικών συμμαχιών.
Η δεύτερη παραλλαγή είναι σαφώς πιο «κοντά» στην πραγματικότητα των υλικών πολιτικών συσχετισμών,
όμως απαντά στο πρόβλημα πολλές φορές με όρους «τακτικής». 
 Εϊναι προφανής, π.χ, η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», όμως όρος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο το ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης «σοσιαλδημοκρατίας» ή της «κεντροαριστεράς». Να διαχωρίζεται δηλαδή η
«αριστερή σοσιαλδημοκρατία» από την καθεστωτική πολιτική ελίτ και από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. 
Και ο τρόπος για να βαθαίνει το ρήγμα δεν είναι τόσο μια κεντρική πολιτική συμπόρευση κάποιων προσώπων με τον
ΣΥΡΙΖΑ (χρήσιμο οπωσδήποτε, αλλά όχι αρκετό) όσο η συγκρότηση της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε ένα διακριτό πολιτικό χώρο που θα λειτουργεί συμμαχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα λειτουργεί αποτρεπτικά στις απόπειρες συγκρότησης ή ενοποίησης ή ανασύνταξης του χώρου αυτού. Το ίδιο πράγμα θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να «πριμοδοτήσει» ακόμα και στο χώρο της «κεντροδεξιάς». Να υποβοηθήσει δηλαδή τη συγκρότηση «σχημάτων» που θα αφαιρούν πολιτική και κομματική νομιμοποίηση από τη ΝΔ και την ακροδεξιά και θα αποτελούν δυνητικούς συμμάχους, έστω και «μιας χρήσης» (π.χ. στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ή στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παραλιών ή του νερού, κλπ).

Ας θυμηθούμε ότι το «σύστημα» τέσσερα χρόνια τώρα «φυτεύει» πολιτικά κόμματα «δεξιά» και «αριστερά»,
μόνο και μόνο για να αφαιρέσει «αέρα» από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυξάνει την πολιτική του «απομόνωση». 

Εχει έρθει η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τους «γυρίσει» το παιχνίδι.

Ομως, ας μην το ξεχνάμε στιγμή: των πολιτικών συμμαχιών προηγούνται πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες.
Και εκεί η ένταση της δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσα.

Φωτογραφία: Άγγελος Καλοδούκας

Πιο δεξιά, πιο δεξιά, πιο δεξιά

Οι νέες συγκλονιστικές αποκαλύψεις του Πακιστανολιάκου απο το ελληνικό κοινοβούλιο ανάγκασαν τη χώρα να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από όλους: Να πέσει από τα σύννεφα.

Σε κάποια φάση, ο αρχηγός του ντόπιου ναζισμού ανακοινώνει πως στα κινητά τηλέφωνα που του κατάσχεσε η Αντιτρομοκρατική υπάρχουν...
κλήσεις από τον διευθυντή του γραφείου Τύπου του Σαμαρά Γιώργο Μουρούτη. 
Από την πλευρά της ακροδεξιάς κυβέρνησης δεν υπήρξε καμία σοβαρή απάντηση, όπως ακριβώς έγινε και μετά τη δημοσιοποιήση της κουβέντας Μπαλτάκου - Κασιδιάρη. Το μόνο που αρκέστηκε να πει ο Μουρούτης ήταν πως δεν έχει συναντηθεί ποτέ του με τον Μιχαλολιάκο.

Αυτή η απάντηση μπορεί να γίνει δεκτή μόνο απο πανηλίθια δίποδα όντα με μηδενικό πνευματικό επίπεδο, δηλαδή τουλάχιστον το 80% των Ελλήνων πολιτών. Ο α λέει πως μέσα στο κινητό μου υπάρχουν κλήσεις από τον β και η επίσημη απάντηση του β είναι πως δεν έχω συναντηθεί ποτέ μου με τον α. Γεια σου μπάρμπα, κουκιά σπέρνω. Μεταξύ μας τώρα, καλά κάνει ο Μουρούτης. Πρώτον, γιατί δεν νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί για τις κλήσεις προς τον Πακιστανολιάκο και δεύτερον γιατί γνωρίζει ότι όσοι ψηφίζουν το κόμμα του Σαμαρά είναι πρόθυμοι να δεχτούν τα πάντα.


Μπορούν να δεχτούν τις συνομιλίες Σαμαρά με το Θεο, μπορούν να δεχτούν το success story, μπορούν να δεχτούν την ανάπτυξη, μπορούν να δεχτούν το ολοκληρωτικό ξεπούλημα της χώρας, μπορούν να δεχτούν τα τεράστια ποσοστά ανεργίας, ανέχειας και φτώχειας. Στον Μουρούτη θα κολλήσουν; Πάντως, έχει μεγάλη πλάκα η πολιτική ζωή της χώρας. Όπως και να το δεις.

Το δεξί χερί (Μπαλτάκος) ενός ακροδεξιού τύπου σαν τον Σαμαρά μιλάει με μία τρομακτική οικειότητα με τον Κασιδιάρη. Το άλλο χέρι (Μουρούτης) παίρνει τηλέφωνα τον αρχηγό του ντόπιου ναζισμού. Ο αρχηγός της ελληνικής αστυνομίας προτρέπει τους μπάτσους να κάνουν το βίο αβίωτο στους μετανάστες. Τουλάχιστον οι μισοί μπάτσοι ψηφίζουν Χρυσή Αυγή και το Αιγαίο έχει γίνει ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία μεταναστών. Μέσα στην κυβέρνηση κάνουν κουμάντο οι ακροδεξιοί με τα αστεία ονόματα, αλλά σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αισιοδοξούμε γιατί πρώτη φορά κέρδισε η Αριστερά.

Τόσο Αριστερά είχαμε να δούμε από τη Χούντα...
http://greki-gr.blogspot.gr/